Σελίδα:Ιστορία του ρε της Σκωτίας με την ρήγισσα της Εγγλητέρας.pdf/24

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
[177—196]
—10—

Λοιπὸν ἐπεὶν[1] ἐβάλθηκες καὶ θέλεις νὰ μισεύσῃς[1],
Καὶ τὴν βουλὴν ὁπὤβαλες δὲν θὲς νὰ μετατρέψῃς,
Ὁ ἐπουράνιος θεὸς νὰ ἔναι πάντα μπρός σου·
Καὶ ἡ εὐχή μου τοῦ πτωχοῦ ἐμένα τοῦ πατρός σου
Σκεπή[2] σου νἄν’ καὶ βοηθὸς ἐκεῖ στὴν Ἐγγλητέρα,
Καὶ νὰ σὲ βλέπῃ πάντοτε νύκτα (καὶ) τὴν ἡμέρα·
Ἔπαρε[3], υἱέ μου, στάμενα ὅσα σου κάμνουν χρεία,
Νὰ μὴν σὲ λείπῃ τίποτες διὰ καμμιὰν αἰτία·
Ἔμπα καὶ εἰς τὸν σταῦλόν μας, καὶ πάρε τ’ ἄλογά μας,
Ἔπαρε κ’ ἐκ τοὺς ἄρχοντες πὤχομε συντροφιά μας.
—Στάμενα πῆρα περισσὰ ὅσα μὤκαναν χρεία,
Κ’ ὠλπίσα[4] νὰ μὲ σώσουσι διὰ τὴν ἐξοδία·
Κ’ ἦλθα, κυρά μου, μόνος μου νὰ ἰδῶ τὴν ἡλικιά[5] σου,
Ταῖς χαραῖς καὶ ταῖς εὐγενειαῖς ὁπὤχει τὸ κορμί σου.
Καὶ πέντε χρόνους ἔκαμα μόνον γιὰ νὰ σὲ βλέπω,
Καὶ ἄπέρνουν, ὁ βαρειόμοιρος, μὲ δάκρυα καὶ μὲ κόπο.
Ἔσωσα καὶ τὰ στάμενα, κ’ ἦλθα εἰσὲ πενίαν,
Κ’ ἐκ τὴν πικριά μου ἔπεσα εἰς πολλὴν ἀδημονίαν·
Καὶ βάλθηκα στὸν λογισμὸν τὶ δρόμον γιὰ νὰ πιάσω,
Τὸν κόπον, τὸν στανταρισμὸν[6] πὤκαμα νὰ μὴν χάσω.

  1. 1,0 1,1 Ἐπεὶν, puisque. — Μισεύω, s'en aller.
  2. Σκεπή, protection.
  3. Ἐπάρω, prendre. Le même que πάρω.
  4. Ὠλπίσα, j' espérai. Ὀλπίζω en grec vulgaire se rencontre fréquemment pour ἐλπίζω.
  5. Ἡλικία, littéralement âge. Ce mot n’aurait-il pas ici le même sens que ἐλίκια, terme qui se trouve dans l' Ἀπόκοπος, et qui signifie présence?
  6. Στανταρισμός, peine, fatigue.