Σελίδα:Η ειρωνία στον Καβάφη, Ἀγρας, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ. 9-10 Χρονιά Δ (Οκτώβριος 1930).djvu/5

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

νουν αὐτὸν τὸν ὅρο: ὁ «Βυζαντινὸς ἄρχων ἐξόριστος στιχουργῶν» (σ. 175) καὶ ὁ περίφημος «Φιλέλλην». (σ. 182). Κ’ ἐδῶ, πάλι, ἡ εἰρωνεία φαίνεται καὶ στὴ μορφή: δὲν ὑπάρχει ἀνάλυση ἐδῶ, ἀλλὰ σύνθεση. Δὲν μιλεῖ ὁ ποιητής: μιλεῖ ὁ βυζαντινὸς ἐξόριστος, μιλεῖ ὁ Φιλέλλην. Ἂς προσθέσωμε καὶ τὸ «Ἐν δήμῳ τὴς Μικρᾶς Ἀσίας», (σ. 177) ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἀπὸ ἄποψη μορφῆς.

Ἐδῶ ὅμως χρωστῶ νὰ σημειώσω μιὰν ἐξαίρεση, καὶ μάλιστα δυὸ ἐξαιρέσεις. Ἀλλ’ εἶναι αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ δυὸ ἢ τρεῖς ὅλες ἐξαιρέσεις, ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη, ποὺ καὶ ἄλλοτε τὶς ἐσημείωσα μὲ ἄλλην εὐκαιρία, καὶ ὅπου ἡ μορφή, — ἀναλυτική, — δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ νόημα, ἐκ προθέσεως εἰρωνικό Αὐτὲς οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι ὁ «Ἡγεμών ἐκ Δυτικῆς Λιβύης» (σ. 183) καὶ ὁ ἀποτυχημένος ἁρματοδρόμος τῆς σ. 180. — Εἶναι, πάντα, ἐξαιρέσεις.

Ἐκτὸς τῶν γενικῶν γραμμῶν καὶ τὴς μορφῆς, θὰ ἐπρόσθετα καὶ ὅτι γνώρισμα εἰρωνικῆς προθέσεως εἶναι σ’ ἕνα ποίημα καὶ ἡ γλῶσσα. Εἶναι μιὰ γλωσσικῶς πολὺ ψυχολογημένη παρατήρηση, ποὺ κάνει ὁ κ. Α. Πάλλης στὴ συνομιλία του μὲ τὸν Μωρεὰς (ὑπάρχει στὰ «Κούφια Καρύδια») ὅτι γιὰ τὴν εἰρωνεία προσφέρεται ἀμέσως ἡ καθαρεύουσα, καὶ μὲ τρόπο ἴσως ἀναντικατάστατο. Καὶ πολὺ φυσικά: γιὰ τὴ Σάτιρα, ποὺ ἔχει καὶ βία καὶ πάθος καὶ σκοπὸ, προχειρότερη ἔρχεται ἡ δημοτική· γιὰ τὴν Εἰρωνεία ὅμως, ποὺ εἶναι ἀριστοκρατικώτερη καὶ ποὺ δὲ θέλει ἀναφανδὸν νὰ «προσβάλει», ἡ καθαρεύουσα, — ἡ ἐπίσημη, ἡ πομπικὴ γλῶσσα — εἶναι σὰ μιὰν ἀσπίδα, σὰ μιὰ προσωπίδα: θέλει ν’ ἀπατήσει, φαινομενικά, ὅτι τάχα τὰ πράγματα εἶναι, βέβαια, τόσο σπουδαῖα, ὅσο τὰ φαντάζεται ὁ σατιριζόμενος: αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τῆς καθαρεύουσας, γιατὶ τὸ νόημα τὸ πραγματικὸ τὸ ἐννοεῖ μόνον ἕνας τρίτος: Εἰρωνεία δὲν ὑπάρχει χωρὶς τρίτους, χωρὶς ἀκροατές. Ὁ σατιριζόμενος ἀπομένει στὴν πλάνη του, κι’ ἡ καθαρεύουσα αὐτὸ σκοπεύει.

Ἀλλὰ στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη δὲν ὑπάρχει ρητὴ καὶ ἀνεξαίρετη ἐφορμογὴ αὑτοῦ τοῦ κανόνος. Λείπει ἔξαφνα καὶ ἀπὸ τοὺς «Πρέσβεις ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια» (σ. 179) καὶ ἀπὸ τὸν «Φιλέλληνα», ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι ἄσφαλτο γνώρισμα γιὰ τὴ σάτιρα τοῦ Καβάφη. Θὰ ἔπρεπε μᾶλλον νὰ μιλήσωμε γιὰ τὸ «ὕφος», — ἕνα ὕφος ὅμως ποὺ γίνεται, συχνά, μὲ τὴν ἀνάμιξη τῶν δυὸ γλωσσῶν, τῆς καθαρεύουσας καὶ τῆς δημοτικῆς. Ἀλλὰ κι’ αὐτὸ ποικίλλει κ’ εἶναι γνώρισμα