Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/152

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—11—
ΕΛΕΓΕΙΟΝ


ΕΙΣ ΣΕΒΑΣΤΗΝ ΣΧΙΝΑ ΕΚ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ


Ἤσουν εἰς τὴν ἡλικίαν ὅταν μ’ ἰσοῤῥόπους χεῖρας,
Μ’ ἴσην δύναμιν παλαίουν ἡ νεότης καὶ τὸ γῆρας,
Ὅταν ἔρχετ’ ἡ γνησία καλλονὴ εἰς φῶς άδόλως,
Ἐπειδὴ πολὺ ἀντέχει, καὶ δαμάζεται δυσκόλως.

Εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Βοσπόρου ἔφερες συχνὰ τὸ βῆμα·
Μὲ χαρὰν, ἀπατημένον, ἔφρισσε τὸ γαῦρον κῦμα,
Ἐπειδὴ εἰς τὰ νερά του ἤστραπτ’ ἡ σκιὰ ὡς μία
Τῶν ἀρχαίων βυζαντίδων βασιλίδων σεβασμία.

Εἰς πολλοὺς πρωΐαν μίαν λογισμοὺς βεβυθισμένη
Ἤσουν, κ’ εἰς τὴν γῆν μὲ νῆμα ἐλαφρὸν συνδεδεμένη,
Καὶ Πατρίδος ἀνεμέτρεις καὶ μακρὰ οἰκείων πάθη,
Ὄτ’ ὁ Θάνατος ἐξαίφνης ὁ ὠχρὸς σὲ παρεστάθη.

Σοῦ ἐμάντευσα τοὺς πόθους, εἶπεν· ἦλθα, εἶσ’ ἑτοίμη;
Εἶμαι, εἶπες κατὰ πρῶτον, ἀλλὰ μέτ’ ὀλίγον, - «Οἴμοι!!
Ὄχι, Θάνατε!» - τῆς Μοίρας δὲν παλινδρομεῖ τὸ νεῦμα,
Καὶ ἡ γῆ τὸ σῶμα εἶχε, καὶ ὁ οὐρανὸς τὸ πνεῦμα.

Πῶς! τοῦ τάφου ἡ ἰδέα τῆς ἐπτόησε τὰ στήθη;
Διὰ τί ἐδέχθη πρῶτον, ἔπειτα μετεμελήθη;
Τοὺς χιλίους ἐνθυμήθη ὅσους ὀρφανοὺς θ’ ἀφήσῃ·
Τίς θὰ τὴν ἀναπληρώσῃ; τίς θὰ τοὺς παρηγορήσῃ;