Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/128

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—120—


Πένθος μέγα τὴν Ἑλλάδα, πένθος καὶ σιγὴ κατεῖχε·
Πλὴν ὡς νὰ σὲ ἦσαν ξέναι αἱ πολύστονοί της τύχαι,
Τὰ δεινά της,
Ἔστεφες τὸ πρόσωπόν σου καὶ μὲ δόξαν καὶ μὲ κλέος,
Καὶ διέβαινες ὡς πάλαι τὸν αἰθέρα της ὡραῖος
Διφρηλάτης.

Ἔπρεπε μετὰ τῶν ἄλλων ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ δύσῃς,
Καὶ μὲ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ φωτὸς ὁμοῦ νὰ σβύσῃς
Τὴν λαμπάδα·
Εἰς τὸν ζόφον δόξα, τέχναι, ἀρεταὶ νὰ βυθισθῶσι,
Καὶ οἱ βάρβαροι ματαίως εἰς τὰ σκότη νὰ ζητῶσι
Τὴν Ἑλλάδα!

Πλὴν τοῦ καθαροῦ φωτός σου ἔσωζες τὴν λαμπηδόνα,
Τῆς Ἑλλάδος περιμένων τὸν ἀθάνατον Ἀγῶνα
Νὰ φωτίσῃς,
Καὶ διῆλθες τὸν αἰῶνα τὸν μακρὸν τῆς τυραννίδος,
Σύμβολον τῆς ἐν Ἑλλάδι μηδεπώποτε ἐλπίδος
Μὴ σβεσθείσης.



Η ΑΥΓΗ ΕΙΣ ΤΟ ΣΟΥΝΙΟΝ.


Ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ σκεπτομένου
Ἐπὶ κυμάτων ἔστην Σουνίου.