Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/122

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—114—
ΣΥΜΒΟΥΛΗ.


Ποτέ σου εἰς τὸν μάταιον αὐτὸν καὶ πλάνον βίον,
Εἰς πρόσωπον ἀληθινὴν ἀγάπην νὰ μὴ βάλῃς.
Θὰ εὑρεθῇς Ἰξίων
Φρούδην σκιὰν ἐνστερνισθεὶς ἐντὸς κενῆς ἀγκάλης.
Αὐταὶ αἱ χαριτόπλαστοι μορφαὶ ’ποῦ σὲ μαγεύουν
Κ’ ἐρωτικὰ σὲ νεύουν,
Φάσματα εἶναι καὶ αὐταὶ καὶ τὰ τερπνά των δῶρα.
Εἰς τὸ μηδὲν ἐνδέχεται νὰ σβύσουν τώρα τώρα.
Ἓν μόνον κρύον μνῆμα
Θέλει σοῦ μείνει κτῆμα,
Νὰ θρηνῳδῆς, νὰ τήκεσαι, χωρὶς εἰς τὸν αἰῶνα
Φωνὴ τις ν’ ἀνταποκριθῇ εἰς τόσην ἀλγηδόνα.
Ἐντρύφησον εἰς τὰ τερπνὰ ὅσα χαρίζ’ ἡ φύσις,
Εἰς τὴν κρυφὴν παγίδα
Προσέχων τὴν ἀσπαίρουσαν καρδίαν μὴ ἀφήσῃς.
Αὐτὰ σοὶ παραινῶ ἐξ’ ὧν ἐγνώρισα καὶ εἶδα.



ΟΝΕΙΡΟΝ


Τὴν ἐνθυμούμην κ’ ἔκλαια κ’ ὕπνος
Μ’ ηὗρεν ὡς βρέφος θρηνοῦν, ἀδείπνως.