Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/116

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—108—

Δέσμη γλυκεῖαν στάζουσα δρόσον·
Εἰς τὸ ὑγρόν σου ὄμμα δὲ κνώσσων
Ἔρως σαλεύει βέλη λαθραῖα.
Πῶς! τόσον εἶσαι, τόσον ὡραία
Καὶ τ’ ἀγνοεῖς! Πνεῦμα, πνεῦμα, τάλας!
Πῶς νὰ σὲ δώσω! εἰς τὰς ἀγκάλας
Ἐλθὲ καὶ πάλιν αὐτὰς, ψυχή μου,
Ἀγαπητή μου, ἀγαπητή μου!»
Κ’ ἐνῷ παράφορος τὴν ἐλάλει,
Κ’ ἐνῷ τ’ ἀναίσθητα θλίβων κάλλη
Τὸν λίθον ἔθαλπε πρὸς τὸ στῆθος,
Παλμὸν ἀντέδωκ’ αἴφνης ὁ λίθος.
Δὲν εἶναι ὄναρ; δὲν εἶν’ ἀπάτη;
Ὄχι! φωνὴ μαγευτικωτάτη
Ὡς ἀπὸ ὕπνου ἢ ἐκ βυθίων
Ὑδάτων ἔκραξε, Πυγμαλίων!
Ἡ ἀλαβάστρινος δὲ ἡπλώθη
Χεὶρ, κ’ εἰς ἀγκάλισμα ἐκολπώθη·
Καὶ λυγισθεῖσα ἡ δέρη, φίλου
Ἔκλιν’ ἐπάνω πρῶτα τραχήλου!
Δὶς, τρὶς εὐδαίμων ὁ Πυγμαλίων
Τὸ ὄνειρόν του ὅτι τὸ θεῖον
Μόνος ἀπήλαυσε πάντων ὅσοι
Ἔρωτας ὄχι θνητοὺς ἐρῶσι!