Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 427.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
427

Σκορπιέται ἀραχνιασμένο ’μπρὸς ’ς τὴν χαραυγή.
Ὁ ζηλεμμένος ἄντρας τῆς Ζουλέϊκας
Γυρνᾷ ἀπὸ τὸ κυνῆγι τὰ χαράμματα,
Τὴν βλέπει ποῦ καθόταν κ’ ἔκλαιγε πικρά.
Χίλια φιλιὰ τῆς δίνει καὶ τὴν ἐρωτᾷ:
— Γιατί, γλυκειά μου ἀγάπη, κλαῖν’ τὰ μάτια σου;
— Ἐκδίκησι ζητάω ἀπὸ σένανε.
Ὁ Ἰωσὴφ τὴν νύχτα ποῦ κοιμώμουνα
Κρυφὰ κοντά μου νὰ πλαγιάσῃ ἔπεσε,
Πετάχθηκα μὲ τρόμο ἀπ’ τὸ κρεββάτι μου,
Ἐπῆρα τὸ μαχαῖρι ποῦ μοῦ χάρισες
Κ’ ἐσώθηκα μονάχη δίχως σύντροφο.
— ’Σ τὴ φυλακή προστάζω νὰ τὸν ρίξουνε
Με σίδερα δεμένο, σιδερόκλειστο.
Εἶπε κ’ οἱ σκλάβοι τὸν ἐδέσανε σφιχτὰ
’Σ τὴ φυλακὴ τὸν πᾶνε τὴν κατάμαυρη
Μέσα ’ς τὰ φείδια μές’ τὴν κρύα σκοτεινιά.

Τρέμει σὰν φύλλο δένδρου ἡ Ζουλέϊκα
Καὶ τὴν καρδιά της τυραννεῖ τὸ ἄδικο,
Τὴν μοῖρά του τὴν μαύρη ἐλυπήθηκε
Γιατί τὸν ἀγαποῦσε σὰν θεότρελη
Καὶ μετανιώνει κλαίοντας ἀνώφελα.
Θέλει ἡ καρδιά της νὰ σωθῇ ὁ ἄμοιρος
Καὶ ντρέπονται τὰ χείλη καὶ τὸ στόμα της.
Παλεύει μ’ ἀγωνία καὶ μαρτύριο,
Τὸ λογικό της φεύγει καὶ σκοτίζεται
Γυρνᾷ καὶ τόνε βλέπει, ὑστερνὴ φορά,
Χίλια φιλιὰ τοῦ στέλνει μὲ γλυκαὶς ’ματιαὶς
Καὶ ’μπήγει ’ς τὴν καρδιά της μ’ ἀναστεναγμὸ
Τὀλόχρυσο μαχαῖρι ὅπου κράταγε.
Ἀθήνησι μηνὶ Αὐγούστῳ 1888.

Στεφ. Ι. Στεφανου