Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 425.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
425

Ἡ νύχτα μᾶς φυλάει ’ς τὸ σκοτάδι της
Καὶ τ’ ἄστρα μόνο βλέπουν καὶ ζηλεύουνε.
Μονάχοι ’ς τὸ παλάτι, καταμόναχοι.
Μὲ χάδια καὶ παιγνίδια ἀτέλειωτα γλυκὰ
’Σ τοὺς πουπουλένιους καναπέδες ἀγκαλιὰ
Τὴν νύχτα ὅλη, ζευγαράκι ταιριαστὸ
Μαζὶ ἐρωτευμένοι θὰ περάσωμε.
Κράτησε Νύχτα, τὴν μαυρίλα, κράτησε,
Μὴν ξημερώνῃς καὶ μιὰ μέρα τὸ πρωΐ,
Σβυστῆτε ἀστέρια, Ἥλιε κρύψου ’ς τὰ βουνά,
Γιατὶ ὁ κλέφτης τῆς καρδιᾶς μου ’ντρέπεται
Νὰ μοῦ χαρίσῃ δυὸ φιλιὰ ἀπ’ τὰ χείλη του.
Εἶπε καὶ ’ς τὸ γλυκό του κρινομάγουλο
Μὲ στόμα φλογισμένο τὸν ἐφίλησε·
Ταράχθηκε ὁ νιὸς κι’ ἀνασηκώθηκε,
Κοκκίνισε, τὰ μάτια του χαμήλωσε
Καὶ μὲ φωνὴ ποῦ ἔτρεμε τῆς ’μίλησε:
— Ἀρχόντισσα, κυρά μου, εἶμαι σκλάβος σου
Καὶ τὴν ζωή μου τὴν κρατεῖς ’ς τὰ χέρια σου
Νὰ σοῦ ’μιλήσω ντρέπομαι καὶ νά σε ’δῶ....
Παιδὶ ὀρφανεμμένο, εἴκοσι χρονῶν,
Χωρὶς πατέρα καὶ μητέρα, δύστυχο,
Δὲν ἔχω ἄλλον παρὰ τὸν ἀφέντη μου.
Αὐτὸς μικρὸν μ’ ἐπῆρε σὰν μ’ ἐπούλησαν
καὶ κεντημένη φορεσιὰ μοῦ ’φόρεσε.
Αὐτὸς μέσ’ τὸ παλάτι μ’ ἔκανε τρανὸν
Καὶ τ’ ἀργυρᾶ κλειδιὰ τῆς κάσσας μοὔδωσε.
— Ἂν κεντημένη φορεσιὰ σοῦ ’φόρεσε
Καὶ ’ς τὸ παλάτι σ ἔκανε τρανὸν αὐτὸς
Καὶ τ’ ἀργυρᾶ κλειδιὰ τῆς κάσσας σοὔδωσε,
Περσσότερα, ἀπ’ αὐτόνε σοὔδωσα ἐγὼ,
Ποῦ σἔχω ’ς τὴν καρδιά μου καὶ σ’ ἀγάπησα.
Γιατί, γιατί δὲν θέλεις τὴν ἀγάπη μου;
Γιατὶ τὸ κοραλλένιο στόμα σου ποτὲ
Δὲν τὸ ἀνοίγεις μὲ φιλιὰ ὁλόδροσα;
Γιατὶ δὲν γέρνεις ἀγκαλιὰ ’ς τὸ πλάϊ μου
Τὴν νύχτα νὰ περάσῃς τὴν ἀτέλειωτη;
Ποιὸν βλέπεις τέτοια ὥρα καὶ τὸν σκιάζεσαι;
Ἔλα, κοιμήσου ’ς τὰ χρυσᾶ τὰ πούπουλα
Καὶ τὸ πρωῒ σὰν ἔρθη τὰ χαράμματα
Καβάλλα ἀπ τὸ κυνῆγι καὶ ὁ ἄντρας μου