Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 420.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
420

Ποῦ ὁλημερὶς χαϊδεύουν τὰ παράθυρα
Κ’ ἐρωτευμένα μὲ ὁλόδροσα φιλιὰ
Φιλοῦν γλυκὰ τοὺς τοίχους καὶ τοὺς γλείφουνε,
Πηδοῦν συντριβανάκια μὲ χρυσᾶ νερὰ
Καὶ τὰ πουλάκια κελαϊδοῦν περίχαρα
’Σ τοὺς ἀνθισμένους κῄπους, μέσ’ τῇς μυρωδιαίς.
ᾙ στρογγυλαὶς κολόνναις ποῦνε ’ς τὴν αὐλὴ
Κρατοῦν ’ψηλαὶς καμάραις, θόλους κρεμαστούς,
Διπλοτριγυρισμένους, καταπράσινους,
Ἀπ’ τοῦ κισσοῦ τὰ φύλλα τὰ ἀμάραντα.
’Σ τοὺς πουπουλένιους καναπέδες κάθεται
Μέσ’ τὰ μετάξια τὰ ξανθά, τὰ πράσινα
Σὲ ἅλικα σειρήτια καὶ κεντήματα
Μὲ πέτραις διαμαντένιαις κι’ ὁλογάλαναις
Ῥαμμέναις μία μία μὲ χρυσῆ κλωστή.
Τὰ μαῦρα τὰ μαλλιά της τὰ κατάμαυρα,
Πυκνότερα ἀπ’ τὰ δάση ποὖν’ ’ς τὴν Ἔρημο,
Σὰν τὸ ποτάμι πέφτανε ’ς τὴ πλάτη της·
Τὰ φωτερά της μάτια τ’ ἀμυγδαλωτὰ
Κομμένα, μαῦρα καὶ γεμᾶτα ἔρωτα,
τὰ μαργαριταρένια κι’ ἄσπρα δόντια της,
Τὸ στόμα μὲ τὰ χείλη τὰ κοράλλινα,
Τὸ πρόσωπό της τὸ γλυκύ, τ’ ἀγγελικὸ
Μ’ ἕνα μικρὸ καὶ πονηρὸ χαμόγελο
Ἐθάμπωνε σὰν Ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὰ μαλλιὰ τὰ ξέπλεκα
Ἐσκόρπιζαν τὴν νύχτα τὴν ὁλόμαυρη.
Ντυμένη, σὲ γαλάζιο φόρεμα ἀνοικτὸ
Χίλιων εἰδῶνε δακτυλίδια ’φόραγε
Δεμένα μὲ διαμάντια ὁλοτρόγυρα
Χίλιων εἰδῶνε σκουλαρίκια ἄλλαζε
Ἀπὸ σμαράγδια καὶ ῥουμπίνια ἀτίμητα.
Τὴν μέση της μιὰ ζώνη ὅλο μάλαμα
Γλυκά, γλυκὰ σὰν ἀγκαλιὰ τὴν ἔσφιγγε·
Τὰ πόδια της πατοῦσαν σὲ βαρυὰ χαλιὰ
Σὲ δέρματα ἀπὸ τίγρεις τρισθεόραταις
Σὲ κροκοδείλους καὶ λεοντάρια ἄγρια
Μὲ στόματα μεγάλα καὶ ὁλάνοιχτα,
Καὶ τὸ μικρό τῆς πόδι τὸ καμαρωτὸ
’Σ τὸ στόμα μέσα ἔμπαινε τοῦ λεονταριοῦ
Κ’ ἐνόμιζες πῶς τὰ θηρία ἔπαιζαν