Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 417.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΖΟΥΛΕΪΚΑ[1]
[ΕΜΜΕΤΡΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ]

«Ἐπιθυμίαν μὲν διπλασιασθεῖσαν ἔρωτα εἶναι,
Ἔρωτα δὲ διαπλασθέντα, μανίαν γενέσθαι.»

(Πρόδικος).

Κυλοῦν τοῦ Νείλου τὰ νερὰ γοργὰ γοργὰ
Μ’ ὁλόγλυκο καὶ χαϊδευτὸ μουρμούρισμα.
Τῇς χουρμαδιὲς καὶ τὰ καλάμια βρέχουνε
Ὅπου φυτρώνουν γύρῳ καὶ ῥιζοβολοῦν.
Πέφτει ὁ Ἥλιος, γέρνει κατακόκκινος,
Τὰ συννεφάκια τἄσπρα ποὖν’ ’ς τὴ δύσι του
Χρυσίζουνε σὰν νἆν’ χυμένο μάλαμα.
ᾙ πυραμίδαις ὁλοφώτισταις, χρυσαίς,
Τὴ μυτερὴ σκιά τους πίσω ῥίχνουνε.
ᾙ χουρμαδιὲς λυγίζουν ὑπερήφαναις
Καὶ λούζουν τὴ σκιά τους ’ς τὰ χρυσᾶ νερὰ
Ποῦ τρέχουνε σὰν φείδια µέσ’ τὴν Αἴγυπτο.
Φυσᾷ, φυσᾷ τ’ ἀγέρι τὸ θεότρελο
Κι’ ἀρχίζει μὲ τὸν ἄμμο τὰ παιγνίδια του,
Στρυφογυρίζουν, κυνηγιοῦνται, τρέχουνε

  1. ΣΗΜ. — Τὸ ποίημα τοῦτο, ὅπερ, ἀνέκδοτον τέως, καταχωρίζομεν ἐνταῦθα, εἶχεν ὑποβάλει ὁ ἡμέτερος συμπαθὴς φίλος καὶ συνεργάτης κ. Στέφ. Ι. Στεφάνου εἰς τὸν τελευταῖον Φιλαδέλφειον ποιητικὸν διαγωνισμόν, ὁ εἰσηγητὴς τοῦ ὁποίου κ. Ν. Πολίτης ἀποφαίνεται ὡς ἑξῆς περὶ αὐτοῦ: — «Ὁ εὐφυέστατος ποιητὴς τοῦ ἐπικολυρικοῦ τούτου (τῆς Ζουλέικας) εἰς ἰαμβικοὺς στίχους ποιήματος περιγράφει μυθωδῶς τὰ κάλλη τῆς γῆς Αἰγύπτου καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ βασιλείου τῶν Φαραὼ γραφικώτατα καὶ παρενείρει τὸ συμβὰν τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς γυναικὸς τοῦ Πετιφρῆ. Ἡ περιγραφὴ ἱστορικῶς εἶνε ἄπταιστος, ἡ ἐκτέλεσις βαίνει τεχνικῶς καὶ ἡ λύσις εἶνε καλῶς ἐξευρημένη. Ὁ ποιητὴς διακρίνεται διὰ τὴν γοργότητα τῆς φαντασίας καὶ διὰ τὴν φιλοκαλίαν του ὡς καὶ διὰ τὴν μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας φιλοτέχνησιν τῶν στίχων του.»