Μαριγουλα. — Μ’ ἀφοῦ ’πέθανε;
Φυκαρησ παραφερόμενος. — Θὰ τὸν σκοτώσω!…
Μαριγουλα. — Πεθαμμένον ἄνθρωπον!…
Φυκαρησ ὡς ἄνω — Πεθαμμένον ξεπεθαμμένον δὲν ἔχει!.... Ποιὸς τοῦ εἶπε νὰ πεθάνῃ!… Γι’ ἄκουσε ’δῶ.... Τὰ σπαθιά μου ποῦ εἶναι;…
Μαριγουλα ἀνησυχοῦσα. — Μά, θεῖε μου, δὲν κάθεστε νὰ πάρετε τίποτα, νὰ πάρετε ἕνα ποτῆρι νερό!… [Ἰδίᾳ]. Θεέ μου! τί θὰ γείνω!…
Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Τὰ σπαθιά μου, σοῦ λέω!…
Μαριγουλα μειλιχίως. — Μὰ εἶσθε κουρασμένος… δὲν κάθεσθε ’λίγο…
Φυκαρησ. — Θὰ μὲ ἀκούσῃς ἢ ὄχι!…
Μαριγουλα. — Δὲν μὲ λυπᾶσθε, τὴν κακομοῖρα!… Τί θέλετε νὰ κάμετε… ἡσυχᾶστε… Πάρετε μιὰ λεμονάδα, ἕνα καφέ, ἕνα κονιάκ, τέλος πάντων κἄτι τι…
Φυκαρησ. — Μὰ γιὰ τρελλὸν μὲ παίρνεις; Ἐννοεῖς ἢ δὲν ἐννοεῖς ὅτι μὲ προσέβαλαν;
Μαριγουλα. — Σᾶς προσέβαλλαν; Ποιός;
Φυκαρησ. — Ποιός; Σὲ ποιὸν μ’ ἔστειλες;
Μαριγουλα. — Ὁ Ἰούλιος;…
Φυκαρησ παραφερόμενος. — Ναὶ, αὐτὸς ὁ κύριος Ἰούλιος… ὁ Αὔγουστος… ὁ Σεπτέμβριος… ἀλλ’ ἔννοια σου καὶ ηὗρε τὸν δάσκαλόν του…
Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Ὦ ἀτυχία! Θεέ μου!… [Ὑψηλοφώνως]. Καὶ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ αἰτία;…
Φυκαρησ. — Οὔφ! χριστιανή μου, δὲν ’νοιώθεις! Αἰτία σοῦ εἶπα εἶναι ὁ θεῖος του, ὁ βρυκόλακας, ὁ καλικάντζαρος!.... Αὐτὸς εἶναι ποῦ μὲ προκαλεῖ....
Μαριγουλα. — Μ’ ἀφοῦ ’πέθανε;
Φυκαρησ. — Καὶ πεθαμμένος στέλλει παραγγελίαις ἀπὸ τὸν ᾅδη νὰ μέ....
Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Παραλογίζεται!… Δυστυχία!…
Μαριγουλα. — Ἐμπρός!
Δικαιοσ εἰσερχόμενος. — Συγγνώμην ἂν σᾶς ἐνοχλῶ....