Δικαιοσ. — Εὖγε! [Δίδων πρὸς τὸν Φυκάρην τὴν χεῖρα του] Σᾶς εὖχαριστῶ πολύ, φίλε μου.
Φυκαρησ. — Πῶς! σᾶς εἶχα προσβάλει καὶ σᾶς;
Δικαιοσ. — Ὄχι!
Φυκαρησ. — Ἀλλά;…
Δικαιοσ. — Ἦτο θεῖος μου!
Φυκαρησ, ἀναπηδῶν. — Θεῖος σας;
Δικαιοσ. — Μάλιστα καὶ ἕνεκα τούτου εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ σᾶς ζητήσω ἱκανοποίησιν διὰ τῶν ὅπλων, καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ νὰ σᾶς φονεύσω!…
Φυκαρησ. — Ἀμφιβάλλω.
Δικαιοσ. — εἶναι δυνατὸν νὰ σᾶς λείψουν αἱ ἀμφιβολίαι, ἐὰν τυχὸν ἔχετε τοιαύτας, καὶ νὰ ἐνδώσητε εὐχαρίστως;… ἄλλως σᾶς βεβαιῶ μὲ καταστρέφετε....
Φυκαρησ. — Σᾶς καταστρέφω! Ἆ! τώρα ἀρχίζω νὰ ἀμφιβάλλω καὶ περὶ τῆς διανοητικῆς καταστάσεώς σας.
Δικαιοσ. — Περὶ αὐτῆς ἀμφιβάλλετε ὅσον θέλετε, δὲν μ’ ἐνδιαφέρει καθόλου! Ἡ μονομαχία ἀρκεῖ νὰ γίνῃ καί....
Φυκαρησ. — Μὰ ὁ κύριος αὐτὸς νομίζω ὅτι ἀπέθανε....
Δικαιοσ. — Ἴσα-ἴσα δι’ αὐτὸ πρέπει νά σᾶς φονεύσω.... Βλέπετε ἡ εὐγνωμοσύνη μοὶ ἐπιβάλλει τὸ καθῆκον ν’ ἀποδώσω τὴν τελευταίαν αὐτὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὴν προσβληθεῖσαν σκιὰν τοῦ κεκοιμημένου θείου μου.
Φυκαρησ. — Καλέ! δὲν ἀφίνετε τώρα τὴν σκιὰν τοῦ μακαρίτου σὲ ἡσυχία! Τί τῆς ὑπενθυμίζετε τέτοια πράγματα.
Δικαιοσ. — Ἀπ’ ἐναντίας αὐτὴ εἶναι ποῦ μοῦ ὑπενθυμίζει.... Εἶναι βλέπετε ἐκδικητικὴ σκιά, διψᾶ αἷμα....
Φυκαρησ. — Καὶ τί μὲ μέλει ἐμένα;
Δικαιοσ. — Μὲ μέλλει ἐμένα ὅμως.... Ἐὰν δὲν σᾶς φονεύσω, χάνω τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα ποῦ κληρονομῶ.... Ἐλᾶτε τώρα, μὴν εἶσθε τόσον ἀπάνθρωπος!
Φυκαρησ. — Ἴσα-ἴσα ἐπειδὴ εἶμαι φιλάνθρωπος καὶ πρῶτα-πρῶτα ἀγαπῶ τὸν ἑαυτό μου, δι’ αὐτὸ δὲν μονομαχῶ....
Δικαιοσ. — Δὲν γίνεται! Θὰ μονομαχήσετε, ὁ θάνατός σας μοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖος.
Φυκαρησ. — Ἄμε ’ς τὸ καλό, χριστιανέ μου.... ἄλλως τε δὲν μονομαχῶ μὲ ξένους.... ἃς ἔλθῃ ὁ ἴδιος.
Δικαιοσ. — Εἶναι ἀδύνατον.... Ἰδοὺ ἐγὼ ἀντ’ αὐτοῦ!....
Φυκαρησ. — Δι’ ἐπιτρόπου δὲν μονομαχοῦν.
Δικαιοσ. — Οἱ δειλοὶ ναί, ἀλλ’ οἱ ἔχοντες κἄπως καρδίαν....
Φυκαρησ. — Πῶς! Μὲ ὑβρίζετε;