Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 398.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
398

Δικαιοσ. — Προσκυνῶ… ἀπαράμιλλέ μου συμβολαιογράφε!…

[Ὁ συμβολαιογράφος ἀνέρχεται τὴν σκηνὴν ὅπως ἀναχωρήσῃ]

Δικαιοσ. — Ἆ! pardon! pardon!… Ἠμπορεῖτε ἀπέναντι τῶν τετρακοσίων χιλιάδων δραχμῶν νὰ μοῦ δανείσετε καμμιὰ δεκαπενταριὰ φράγκα;… διότι ἐνδεχόμενον πρὶν ἱκανοποιήσω τὴν σεβαστὴν σκιὰν τοῦ μακαρίτου θείου μου, ἡ κατ’ ἀνάγκην μίμησις τῆς τέχνης τοῦ Τάννερ καὶ Σούτση, νὰ μὲ φέρῃ εἰς θέσιν μήτε τὴν σκιὰν νὰ ἱκανοποιήσω μήτε τὴν περιουσίαν ν’ ἀποκτήσω!

Ταβουλαριοσ δίδων τῷ Δικαίῳ χρήματα. — Θὰ τὸ θεωρήσω ὡς ὑποχρέωσίν μου.

Δικαιοσ. — Καὶ ἔννοια σας, τὰ ’βρίσκομε.

Ταβουλαριοσ. — Δοῦλός σας.

Διεαιοσ. — Προσκυνῶ. [Ὁ Ταβουλάριος ἐξέρχεται].

ΣΚΗΝΗ Γ′
ΔΙΚΑΙΟΣ, μόνος.

Δικαιοσ. — Καὶ ἤδη εἶμαι πλούσιος.... καὶ δὲν ἀποθνήσκω! Αὐτὸ μοῦ ἔλειπε μόνον, ν’ ἀποθάνω πρὶν ἢ ζήσω καθὼς πρέπει. Μὰ κι’ αὐτὴ ἡ ἰδέα τοῦ θείου μου τὶ σοῦ λέει! Νὰ φονεύσω ἐν μονομαχίᾳ τὸν Φυκάρην.... πολὺ καλά.... κι’ ἂν μὲ φονεύσῃ αὐτός, ὅπερ εἶναι καὶ ἐνδεχόμενον, τότε αἱ τετρακόσιαι χιλιάδες φράγκα τί γίνονται; Μπερδεμένα πράγματα..... νὰ ἦταν τρόπος νά.... μὰ ἐκείνη ἡ ὑποκατάστασις εἶναι ποῦ μοῦ χαλάει τὸ μυαλό.... Τί τοῦ ἦρθε τοῦ μακαρίτου, νὰ καθήσῃ νὰ συλλογισθῇ τέτοια πράγματα.... ἦταν ἀνάγκη νὰ ὑποκαταστήσῃ ’ς τῇς τετρακόσιαις χιλιάδες.... Ἄϊ!… ὦ! κακοῦργος σύμπτωσις! Ὦ! τύχη δολοφόνος!… Ἡ κληρονομία μὲ ἔκαμε νὰ λησμονήσω πῶς ὁ Φυκάρης εἶναι θεῖος τῆς Μαριγούλας.... ὦ τὴν καϋμένη, πῶς τὴν λυποῦμαι.... θὰ χάσῃ κ’ ἐμένα καὶ τὸν θεῖόν της, γιατὶ ἐγὼ ἐννοεῖται μὲ τετρακόσαις χιλιάδαις φράγκα δὲν ἔχω καθόλου ὄρεξιν νὰ ὑπογυναικωθῶ.... Τί εἶναι ὁ κόσμος! Ἐν μιᾷ στιγμῇ καὶ μόνη ἀνετράπησαν τὰ πάντα.... Ἐγὼ πλούσιος, ὁ Φυκάρης ὑποψήφιος σκοτωμένος, ἡ Μαριγοῦλα.... Ἆ! αὐτὴ μόνη θὰ μείνῃ εἰς τὸ status quo… οὐχὶ βεβαίως τῆς ἡλικίας… Τί νὰ τῆς κάνω!… Ἀτυχὴς ἡ κακομοίρα! Ἄμ’ ὁ θεῖός της! Ἔτι ἀτυχέστερος. Ἀνάγκη πᾶσα νὰ σκοτώθῇ.... ἀλλοιῶς δὲν γίνεται.... τί πάει νὰ ’πῇ! Νὰ χάσω τὴν κληρονομίαν.... Ἆ! μπᾶ, δὲν γίνεται.... Μὰ, πῶς διάβολο θὰ τὰ καταφέρω. Ἐγὼ μήτε σπαθὶ ξέρω