Ταβουλαριος. — Σᾶς παρακαλῶ. Εἶμαι ὁ συμβολαιογράφος Ταβ....
Δικαιοσ. — Ἤμουν πεπεισμένος, ὅτι θὰ εἶσθε συμβολαιογράφος, καθότι μέχρι τοῦδε μόνον ἄνθρωποι τοῦ ἐπαγγέλματός σας, δικαστικοὶ κλητῆρες καὶ λοιπά.... [Κατ’ ἰδίαν] παρόμοια ἁρπακτικὰ ζῷα [Ὑψηλοφώνως] μὲ ἐπεσκέφθησαν....
Ταβουλαριοσ. — Μὲ ἀποστολὴν βεβαίως, ὅλως διόλου διάφορον τῆς ἰδικῆς μου....
Δικαιοσ. — Ἐννοῶ. Θὰ ἐμαντεύσατε τὸν σκοπόν μου καὶ ἔρχεσθε διὰ τὴν διαθήκην μου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἔχω τίποτε ν’ ἀφήσω, ἐὰν μὴ μερικὰ χρέη καὶ τὸ πτῶμά μου....
Ταβουλαριοσ. — Σᾶς παρακαλῶ, ἀκούσατέ με, διότι εἶμαι κομιστὴς λαμπρῶν εἰδήσεων.
Δικαιοσ. Σᾶς ἀκούω, ἀφοῦ θέλετε.
Ταβουλαριοσ. — Εἴχετε θεῖον, ὀνόματι Δημήτριον Κονδυλοφόρον;
Δικαιοσ. — Νομίζω.
Ταβουλαριοσ. — Ὁ θεῖος αὐτός, κύριέ μου, ἐπλήρωσε τὸ κοινὸν καθῆκον.
Δικαιοσ. — Ἀμφιβάλλω. Ἦτο πολὺ ἀμελὴς περὶ τὴν ἐκπλήρωσιν οἱανδήποτε καθηκόντων!…
Ταβουλαριοσ. — Καὶ ἐν τούτοις.... ὁ θεῖός σας αὐτὸς λοιπόν, κύριέ μου, λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς ἀναγγείλω ὅτι σᾶς ἐγκαθιστᾷ γενικὸν κληρονόμον του τῆς ἐκ τετρακοσίων χιλιάδων δραχμῶν περιουσίας του....
Δικαιοσ πίπτει ἐπὶ τοῦ καθίσµατος. — Π…π…πῶς!…
Ταβουλαριοσ. — Σᾶς βεβαιῶ.
Δικαιοσ. — Κύριε συμβολαιογράφε, προσέξατε.... ἡ ἀστειότης αὐτή....
Ταβουλαριοσ. — Ἡ πραγματικότης, θέλετε νὰ εἰπῆτε....
Δικαιοσ συγκεκινηµένος. — Μά....
Ταβουλαριοσ. — Μήπως δὲν ἀποδέχεσθε τὴν κληρονομίαν;
Δικαιοσ. — Ὄχι δά!… Ἀλλά.... Καὶ δὲν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ, εἶναι ὅλα μετρητὰ ἢ καὶ κτήματα;
Ταβουλαριοσ. — Σχεδὸν ὅλα χρήματα!
Δικαιοσ. — Θεὸς σχωρέσοι τον τὸν καϋμένον! Καὶ τὸν εἶχα τώρα τελευταῖα ’βρίσει σὰν σκυλί!…
Ταβουλαριοσ. — Ἔρχομαι δὲ αὐτοπροσώπως νὰ σᾶς ἐγχειρίσω ἀντίγραφον τῆς ἐν τῷ συμβολαιογραφικῷ γραφείῳ μου κατατεθειμένης διαθήκης τοῦ μακαρίτου θείου σας.
Δικαιοσ δυσπιστῶν. — Μά.... μήπως ἀστειεύεσθε;