Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 388.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
388

Εἶνε τίμιος καὶ ἂς τὸ ’πῇ
Ἂν τοῦ ἔκαμα ’ντροπή,
Ἢ ἂν ποτὲ τοῦ ἀσχημομίλησα·
Πάντα τίμια τὸν ἐφίλησα!
Κι’ ὅπως γιὰ τὴ φαμελιά του,
Γιὰ γυναῖκα καὶ παιδιά του
Ἠμπορεῖ νὰ καμαρώνεται,
Ἄλλο τόσο νὰ κορδώνεται
Εἶνε δίκαιο καὶ γιὰ μένα,
Κι’ ὄχι ποῦ ἔπιασε τὴν πένα.
Τέτοια λόγια νὰ μοῦ ’πῇ,
Χωρὶς διόλου νὰ ’ντραπῇ!
’Στὰ στερνὰ γιὰ ἰδὲς τί κάνει,
Κύτταξε μὲ καλοπιάνει
Καὶ μοῦ γράφει: πρὶν μ’ ἀφήσῃ
Νὰ σταθῶ νὰ μὲ φιλήσῃ
Γιὰ στερνὴ στερνὴ φορά…
Καὶ τὸ λέγει σοβαρά!
Ὅρσε γνῶσι, ὅρσε κρίσι·
Τί τοῦ φταίω γιὰ νὰ μ’ ἀφήσῃ;
Ὅσο θέλει ἃς μὲ καλεῖ,
Δὲν θὰ ἰδῇ, τέτοιο φιλί,
Νὰ τοῦ πῇς, ποτὲ ἀπὸ μένανε.
Κι’ ἂν σ’ τὰ λέγω τόρα ἐσένανε.
Τὸ γνωρίζω, ἐξευτελίζομαι,
Ἀλλὰ βλέπεις ποῦ ἐρεθίζομαι
Κ’ εἰς τὸ νειρικό μου ἀπάνω
Μ’ ὅποιους ’βρῶ θὰ ξεθυμάνω!
Ἔτσι τὤφερεν ἡ μοῖρα,
Νὰ μὲ λένε ζωντοχήρα,
Τώρα ἐπάνω ’στὰ γεράματα…
Καὶ μ’ ἀνήκουστα τρεχάματα
Τέτοιαις μεσιτιαὶς νὰ στείλω