Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 387.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
387

Ντιστεγγὸ μοῦ λέει νὰ βάλω
Σώβρακο μεταξωτό,
Καὶ νὰ πάω ν’ ἀναγιχτῶ
Μὲ ὑποκλίσεις καὶ φιλιὰ
’Στὴ παρέα τοῦ Βασιλιᾶ!
Καὶ ἀπὸ τὸ Βασιλέα
Ὡς τὴν ὕστερη λιβρέα,
Ὅλους, λέει, νὰ τοὺς χαϊδεύω,
νὰ ἐξυμνῶ, νὰ κολακεύω,
νὰ προκόψω στὴν Πρωτεύουσα
Καὶ νὰ γίνω κολακεύουσα
Μετ’ ἀδιαντροπίας πολλῆς—
Ἡ ποιήτρια τῆς Αὐλῆς!
Ποῖος; ἐμὲ τὰ λέει αὐτά·
Μὰ εἶνε πράμματα σωστά;
Βλέπεις πεῖσμα καὶ κακία;
Κι’ ὅλ’ αὐτὰ χωρὶς αἰτία!
Μήπως τοὔδωσ’ ἀφορμὴ
Γιὰ νὰ γράψῃ μιὰ γραμμή;
Τί του φταίω ἐγὼ ἂν ἐγέρασε;
Μὴ ποτέ του ἐκακοπέρασε
Στὴν πονετική μου ἀγκάλη;
Ξέρω πῶς τοῦ φταίξαν ἄλλοι
Λαϊκοὶ καὶ ρασοφόροι
Κ’ ὑπουργοὶ καὶ δικηγόροι,
Ἀλλὰ ἐγὼ ποτὲ καμμία
Δὲν τοῦ ἔφερα ζημία.
Κι’ ἂν ποτὲ γιὰ μὲ λυπήθηκε
Ξέρει τ’ ὄφελος ποῦ χύθηκε
Ἀπ’ τοὺς ἱερούς μας κόπους
’Στοὺς λεγάμενους ἀνθρώπους!
Τὴ ζωή μας ὅλη ἑνώσαμε
Καὶ ποτὲ δὲν ἐμαλώσαμε.