Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 346.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
346

Τὸ σκοτεινὸ ταξεῖδι σου κάθε στιγμὴ μᾶς πνίγει
καὶ χάνουμε τὸν οὐρανὸ ’στὸ χάος ποῦ μᾶς ἀνοίγει
Ἔλα, ψυχή μου, γύρισε στὰ χάϊδια τὰ περίσσια!
αὐτοῦ ποῦ τρέχεις εἶν’ ἐτιαὶς καὶ μαῦρα κυπαρίσσια
καὶ θὰ χαθῆς, ἀγάπη μου!… Αὐτοῦ λιβάνι πνέει…
ἔλα, ζωή μου, γύρισε ’στὸ σπίτι ποῦ σὲ κλαίει!
Γύρισε ’στ’ ἀγγελάκια μας… Δὲν τὰ λυπᾶσαι, φῶς μου;
νὰ τ’ ἀναθρέψω δὲν ’μπορῶ τὰ μαῦρα μοναχός μου.
Ἄχ. νὰ μᾶς ἔβλεπες, κακή!… Κάθε ποῦ μὲ κυττᾶνε
θαρρῶ γιὰ τὴ μανοῦλα τους, γιὰ σὲ πῶς μὲ ’ρωτᾶνε,
κ’ ἐγὼ τὰ μάτια ρίχτω ἀλλοῦ.... φοβοῦμαι, τὰ καϋμένα....
νὰ μὴν ἰδοῦν τὰ δάκρυα μου καὶ λυπηθοῦν γιὰ μένα.
Ὤ, ἂς τοὺς ἔλειπα ἐγώ, ἐγώ, χρυσῆ μου Μπήλιω,
νἄχουν ἐσὲ παρηγοριὰ καὶ τῆς ζωῆς του ἥλιο.
Νὰ μοῦ τὰ θρέφ’ ἡ δρόσο σου, ν’ αὐξάνουν ’στὰ φιλιά σου,
νὰ ’μοιάσουνε τῆς μάνας τους, νὰ μοιάσουν τῆς καρδιᾶς σου.
Πατέρ’ ἀγκάλιασμα ποτὲ τὰ βρέφη δὲν θερμαίνει…
γύρισε ’στὰ παιδάκια μας, γλυκειά μου χαϊδεμένη!
Ἄχ, ἔλα, ρίξε μιὰ ματιὰ καὶ ξαναφεύγεις πάλι....
Τοὺς γέρους σου δὲν τοὺς πονεῖς, σπλαγχνιτική μου ἀγκάλη;
Γιὰ ἰδές μὲ τὶ παράπονο τὰ δάκρυά τους ρένε·
ὁλημερὶς καὶ ὁλονυχτὶς τὸ χωρισμό σου κλαῖνε.
Ἄκου… μὰ πῶς! μὴ δὲν ἀκοῦς τὸ κλάμμα ποῦ σὲ κράζει;
εἶνε τῆς μάνας, Μπήλιω μου, ἡ μάνα σοῦ φωνάζει,
καὶ μᾶς ’ρωτᾷ ποῦ ’βρίσκεσαι, νὰ τρέξῃ νὰ σὲ φτάσῃ....
θέλει νὰ σ’ εὕρῃ, νὰ σὲ ἴδῃ, τὸ φῶς της ν’ ἀγκαλιάσῃ·
Τ’ ἀδέλφια σου ξαναρωτᾷ κ’ ἐκεῖνα δὲν τῆς λένε,
μόνο κυττάζουν ὑψηλὰ καὶ δὲν μιλοῦνε.... κλαῖνε.
Ἄχ, ἔλα, ἔλα νὰ μᾶς ’δῇς καὶ τἄνθη νὰ μάσσῃς,
ἔλα τοῦ κάθε λούλουδου τὰ φύλλα νὰ διαβάσῃς!
Ὅλοι μαζί σ’ τὰ ’πλέξαμε κι’ ὁ πόνος μας σ’ τὰ φέρνει
καὶ τ’ ὀρφανὸ τὸ σπίτι μας ἕνα φιλὶ σοῦ στέρνει.
Ἄχ, ἔλα!… Στὸ ταξεῖδι σου μοῦ φεύγει κ’ ἡ καρδιά μου…—
Λιμάνι, μίλα της καὶ σύ… λυπήσου τὰ παιδιά μου…
— Φτωχέ, τί κλαῖς;.... Ὅποιος πονεῖ ’στοῦ χάρου τὸ λιμάνι,
δὲν ὁμιλεῖ, κυττᾷ ’ψηλὰ καὶ τὸ σταυρό του κάνει,

Ι. Γ. Τσακασιανοσ