Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 338.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
338

— Μοῦ εἶνε ἀδιάφορον! Θερίο τὸ λέν’ αὐτὸ, στοιχειό, ποῦ βυζαίνει τὸ φεγγάρι, τ’ ἀκοῦτε, ζῷα; Φεύγω καὶ ἡ ἁμαρτία στὸ λαιμό σας.

— Μή, μή, γιὰ τὸ Θεό, μὴ φεύγῃς, Κὺρ γιατρέ, γιατί χαθήκαμε. Θὰ πουληθοῦμε καὶ θὰ τὰ οἰκονομήσουμε κι’ αὐτά.

— Μιλημένα, τιμημένα! προσέθηκεν ὁ Κὺρ Ἀνδρέας, θριαμβεύων. Τόρα νὰ κλεισθῆτε ὅλοι μὲ τοὺς σκύλους σας εἰς τὰ σπίτια σας ἀπόψε, γιατί θὰ τὸ σκοτώσω καὶ θὰ γίνῃ κοσμοχαλασιά. Φέρετέ μου τὸ τουφέκι καὶ μπαρούτη.

Την νύχτα τὸ χωρίον ὡμοίαζε πρὸς νεκρούπολη. Περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον ὁ Κὺρ Ἀνδρέας ἐξῆλθε μόνος, ἐν ἀδαμιαίᾳ σχεδὸν περιβολῇ καὶ διέτρεχε τὸ χωρίον, φωνάζων, ἀλαλάζων, ὠρυόμενος ὡς λύκος καὶ πυροβολῶν εἰς διαφόρους θέσεις οἱονεὶ παλαίων μὲ τὸ θηρίον… ἐν ᾧ οἱ χωρικοὶ ἠγρύπνουν, ὑποσχόμενοι ἀφιερώματα εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους διὰ τὴν ἐπιτυχίαν του.

Ἅμα δὲ τῇ πρωΐα ἐξῆλθον οἱ χωρικοί, ἀγωνιῶντες διὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ Κὺρ Ἀνδρέας τοὺς διεβεβαίωσεν, ὅτι ἐφόνευσεν ἐπὶ τέλους τὸ τρομερὸν θηρίον καὶ διέταξεν αὐτοὺς νὰ καύσωσι μικράν, ἐκεῖ πλησίον, λόχμην, διότι εἰς αὐτὴν κατέφυγε τὸ στοιχειὸ πληγωμένον, διὰ νὰ καῇ καὶ γίνῃ στάκτη!

Ἠλάλαξαν ἐκ χαρᾶς οἱ ἀφελεῖς χωρικοί, ἔθεντο πῦρ εἰς τὴν ὑποδειχθεῖσαν λόχμην καὶ ἐπεδόθησαν ἔξαλλοι εἰς ᾄσµατα, χοροὺς καὶ πάνδημον βακχείαν. Μετὰ ταῦτα δέ, ἀμείψαντες τὸν σωτῆρα των μὲ τὰ ὑποσχεθέντα γενναίως, προέπεμψαν αὐτὸν ἀναχωρήσαντα, τιμητικώτατα διὰ ζητωκραυγῶν καὶ πυροβολισμῶν.

Δυστυχῶς ὅμως ἄνθρακες ὁ θησαυρός των. Τὸ κακὸν δὲν ἐξηλείφθη ἐκ τοῦ χωρίου καὶ αἱ νόσοι καὶ οἱ θάνατοι ἐξηκολούθησαν. Μετά τινα δὲ καιρόν. οἱ χωρικοὶ ἐπανεῖδον τὸν Κὺρ Ἀνδρέαν, ὅστις εἰς τὰ παράπονά των ἀπήντησε σοβαρώτατα:

— Καὶ τί παραπονεῖσθε; Το λᾶθος δὲν εἶνε ἐδικόν μου. Ἓν ἀπὸ τὰ δύο. Ἢ ἀργήσατε νὰ βάλετε τὴ φωτιὰ καὶ τὸ στοιχειὸ θὰ ἦταν μωροζώντανον καὶ ἐπρόλαβε κι ἔφυγε ἢ ἦταν θηλυκὸ καὶ ἐγέννησε ἄλλο!

— Δυστυχία μας! Ὁ Θεὸς μᾶς ὠργίσθη τοὺς κακόμοιρους