Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 259.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
259

σπίτι, καὶ ἂς ἔλθη ἀμέσως, γρήγορα μὲ τὸν συμβολαιογράφον διὰ νὰ κάμωμεν τὸ συμβόλαιον.

— Μά, ἀφέντη, δὲ μᾶς ’κράξατε γιὰ νὰ σᾶς κουβαλίσουμε;

— Νὰ μᾶς κουβαλίσετε! Ἡμεῖς: ποῦ;

— Εἰς τὸ νέο σπίτι, ποῦ ἀγοράσετε!

— Ἆ, ναί, ἀλήθεια… — τοῖς ἀπήντησα, καὶ ᾐσθάνθην ὑγρανθέντας τοὺς ὀφθαλμούς μου. — Ἔχετε δίκαιον… Εἴμεθα ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦμεν ἐναντίον ἡμῶν τὴν ἔξωσιν ταύτην! — Ἐλησμόνουν, ἢ μᾶλλον ἠγάπων νὰ λησμονήσω ὅτι ἡμεῖς ἑκουσίως ἐγκατελείπομεν μετὰ ἓν τέταρτου αἰῶνος τὴν ἐντὸς τεσσάρων τοίχων περιοριζομένην μικρὰν καὶ προσφιλῆ πατρίδα, — πατρίδα, τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια ἔθηκαν ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ἡ ἀφοσίωσις, καὶ ὅτι εἶχεν ἀνατείλει ἡ τοῦ ἀποχωρισμοῦ πρὸ πολλοῦ ὁρισθεῖσα ἡμέρα.

— Καὶ ἐνθυμεῖσθε καλῶς, ὅτι ὡρίσαμεν τοῦτο τὸ σάββατον διὰ τὸ κουβάλισμα;

— Ναῖσκε, γιὰ τοῦτο, γιὰ σήμερα!

— Αἴ, τότε ἂς τὸ ἀναβάλωμεν διὰ μίαν ἄλλην ἡμέραν… Ἐπὶ τέλους δὲν θέλω νὰ φύγω· τὸ μετενόησα… Νά· πάρετε διὰ τὸ κρασί σας· πηγαίνετε ’ς τὸ καλό, καὶ ἀφῆτέ με ἥσυχον. Καὶ λέγων τὰς λέξεις ταύτας ἤρχισα γελῶν σπασμωδικὸν γέλωτα.

Τὸ καταβιβασθὲν ἔπιπλον ἀπετέθη ἤδη ἐπὶ τοῦ πρὸ τῆς εἰσόδου τῆς οἰκίας ἀναμένοντος κάρρου. Οἱ ἀχθοφόροι ἀνέρχονται καὶ πάλιν τὰς κλίμακας καὶ ἐξακολουθοῦσι τὸ ἔργον τῆς ἀπογυμνώσεως. Οἱ βάνδαλοι, ἀφοῦ ἐκένωσαν δύο, τρία δωμάτια, εἰσβάλλουσιν εἰς τὸ δωμάτιον ἐκεῖνο, ὅπερ κατέστη ἤδη δι’ ἡμᾶς τόπος προσκυνήσεως. Εἷς ἐξ αὐτῶν τολμᾷ νὰ ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα ἐπὶ τῆς ἕδρας τοῦ πατρὸς μου!

— Παλῃάνθρωπε! τί κάμνεις αὐτοῦ; τῷ φωνάζω παράφορος. Μὴ ἐγγίζης διὰ τῶν βαναύσων χειρῶν σου τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο ἔπιπλον. Τὴν πολυθρόναν του θὰ τὴν μεταφέρω ἐγὼ ἐπὶ τῶν ὤμων μου… Νά· ἰδέτε τὰ προσκεφάλαια· φαίνονται ἀκόμη βυθισμένα ἀπὸ τὸ κορμί του! Βέβηλοι, φύγετε ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἀπωθῶν αὐτοὺς διὰ τῆς χειρὸς κλειδόνω ἐν σπουδῇ τὴν θύραν τοῦ δωματίου.