Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 254.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
254

νὰ σταματᾷ, ἄλλο νὰ ξεμπουκάρῃ τρέχον ἀπὸ τὴν γωνιάν, τοῦ καφφενὲ τῆς συνοικίας ὑπηρέται νὰ σᾶς προσκομίζουν νωχελῶς τὴν κυματίζουσαν ποδιάν των καὶ τὴν λαδωμένην των χωρίστραν καὶ τὰ καλοκτενισμένα κατσαρά των, ἕναν παπᾶν νὰ ἐμφανίζεται ὡς νὰ τὸν εἴχατε παραγγελιὰν ἐπίτηδες, καὶ ἄλλους ἅμα, οὕτω, πολυειδεῖς, πολυπληθεῖς, καὶ νὰ χαζεύουν γύρω, νὰ παραμένουν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τοῦ τέλους, νὰ κυττάζουν, νὰ λαμβάνουν μέρος, νὰ ἐκφέρουν κρίσεις, ν’ ἀφίνουν τὴν δουλειάν των ἢ τὸν δρόμον των καὶ νὰ περνοῦν μὲ τὸ συμβὰν τὴν ὥραν των. Ἐν μέσῳ τοῦ χοροῦ λοιπὸν αὐτοῦ, ἀναποφεύκτου, ὁ καρραγωγεὺς κραυγάζει καὶ βοᾷ καὶ ἐρεθίζεται καὶ ἀγριοῦται. Καὶ βλέπων ὅτι μὲ τὸ τράβηγμα δὲν κάμνει ἀπολύτως τίποτε, ἀποφασίζει νὰ τὸ σπρώξῃ καὶ αὐτὸς ὀπίσωθεν.

— Κράτα το μωρὲ σὺ λιγάκι ἀπὸ τὰ γκέμια νὰ μπῶ ἀποκάτου, τὸ σταυρό του μέσα, λέγει ἀποτεινόμενος πρὸς ἕνα ἐκ τῶν παρεστώτων. Βάστα καὶ σὺ δῶ μωρὲ μιὰ στιμή, λέγει πρὸς τὸν δουλάκον τοῦ μπακάλικου. Τράβα του μωρὲ στὰ παΐδια, ἄλλαχτου τὸ Χριστό, νὰ παρ’ ὁ διάολος τὸ γονιό του τὸν κερατᾶ!

Παραδίδει δὲ λέγων τὴν μάστιγα εἰς τοῦ μπακαλόπαιδος τὰς χεῖρας καὶ τοὺς χαλινοὺς στὸν ἄλλον, καὶ πηγαίνων ἀπὸ πίσω ἀπ’ τὸ κάρρον, κύπτων μικρόν, σχεδὸν ἐντὸς τοῦ τέλματος, πειρᾶται νὰ τὸ ὑπεγείρῃ διὰ τῶν βραχιόνων, ἄρχεται ὠθῶν. Ἐκεῖνοι δὲ, ὡς εὐχαρίστως περιμένοντες ν’ ἀναμιχθοῦν, ἀρχίζουν παρευθὺς ὁ μὲν νὰ ἀναπάλλῃ, εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀλόγου τὰ ἡνία, νὰ τὰ σύρῃ. νὰ τὸ τυραννῇ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ προχωροῦντα, καὶ ὁ δὲ νὰ καταφἑρῃ μεθ’ ὁρμῆς τὴν μάστιγα.

Ὁ ἄνθρωπος, δυσκόλως, προσπαθῶν νὰ μὴ χωθῇ κι’ ὁ ἴδιος εἰς τὸν βοῦρκον, τὰ σκέλη διεστῶτα, τὴν ὀσφὺν συγκεκαμμένην, τὰ μανίκια σηκωμένα, δοκιμάζει ν’ ἀνυψώσῃ πως τὸ κάρρον, νὰ τοῦ δώσῃ δύναμιν, ὥστε, προβαίνοντος κατά τι τοῦ ἀλόγου, νὰ βρεθῇ εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιφάνειαν τοῦ ὄχθου, νὰ τὸ ξεκολλήση διαμιᾶς, καὶ νὰ τὸν ὑπερβῇ. Πλήν, ἐκτὸς ὅτι εἶνε κολλημένον ἀρκετὰ καλά, ἔχει καὶ βάρος οὐκ ὀλίγον, κ’ ἐντείνει τὴν πρὸς τὴν γῆν πίεσιν τὸ ἁδρόν του τὸ φορτίον. Ἄδικα λοιπὸν σφίγγεται, καὶ κατακόπτει τὰς παλάμας του τὰς τραχυδέρμους ὁ ὑπὸ τῶν σανίδων τὴν σκληρότητα, πορφυροῦς τὴν ὄψιν, μὲ τὸ αἷμα ἐρυθραῖνον τὸν λαιμόν του, ἀναβαῖνον κατὰ χύματα, κάθυγρος τὸ μέτωπον. Καὶ κατορθὀνει μὲν νὰ ἀνασύρῃ καὶ αὐτὸς τὸν ἕνα τῶν τροχῶν, ἀλλὰ ὁ ἄλλος ἐπιμένει, καὶ ὅταν κάνῃ νὰ ἐγείρῃ καὶ ἐκεῖνον, ἐπαναπίπτει ὁ ἀνεγερθεὶς ἐν παφλασμῷ.