Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 252.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
252

καρχινοβατήσῃ καὶ νὰ βγῇ τοιουτοτρόπως ἀπ’ τὸν βοῦρκον, ἀντιστρόφως. Ἀλλὰ κ’ εἰς τοῦτο δὲν ἐπιτυγχάνει περισσότερον, ἀνταπωθεῖται, ξεγλιστρᾷ, ἐπαναφέρεται εἰς τὴν προτέραν θέσιν του, καὶ κατιδὸν τὸ μάταιον τοῦ κόπου, ἐναπέμεινεν ἐκεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος, συρίζων τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ προσβλέπων εἰς τὴν γῆν, δὲν ἐκατάλαβεν ἀμέσως ὅ,τι ἔγινεν. Ἀλλά, ἀκούων παύσαντα τὸν θόρυβον τοῦ κάρρου, ἔγειρε τὴν κεφαλήν, καὶ εἶδε τοῦτο, ἀνελπίστως, στηλωμένον εἰς τὸν τόπον του. Αὐθωρεὶ δὲ, καταληφθεὶς ὑπὸ θυμοῦ ἀκατασχέτου, ἀμελλητί, λύει τοὺς βραχίονας, ραγδαῖον σκάζει τὸ καμτσίκι στὸν ἀέρα ἠχηρῶς ἐν ἀπειλῇ, ἐρεύγεται ὡς ὠρυγμὸν τινά, ὁρμᾷ, ἔκαμε τρία - τέσσαρα πηδήματα, κ’ εὑρέθηκ’ εἰς τὸ πλάγι του, εὐθύς. Καί, δίχως νὰ κυττάξῃ, δίχως νὰ προσέξη, κατεβάζει τὴν μακράν του μάστιγα εἰς τὰ πλευρὰ τοῦ ζῴου, ἅπαξ, δίς, τρίς, εἰκοσάκις, βλασφημῶν, ἐν ὕβρει, ἀπευθυνόμενος αὐτῷ καθὼς πρὸς ὅμοιόν του:

— Τὸ σταυρό σου μέσα, ψοφίμι!… Σὰ στραβὸς πῆγες νὰ πέσῃς μέσα, βρὲ κερατᾶ!…

Πρὸς τὰ κτυπήματα, τὸ ἄλογον μετεκινήθη μετὰ κρότου ἐπὶ τὰ ἐμπρὸς καὶ νῦν, ἐτέντωσε τὸν τράχηλον, συνεκύρτωσε τὴν ράχιν, προέβαλε τοὺς πόδας, κ’ ἐπροσπάθησε νὰ σύρῃ. Ἀσκόπως ὅμως, διότι τὸ ἐμβύθισμα τοῦ κάρρου δὲν εἶνε μικρόν, χρειάζεται δὲ δύναμις πολὺ μεγαλητέρα τῆς δικῆς του νὰ τὸ βγάλῃ. Ἀλλά, καὶ πάλιν ὁ καρραγωγεὺς κτυπᾷ, κτυπᾷ σφοδρῶς, μαστίζει τὰ ὀπίσθια, τοὺς μηρούς, τὰς κνήμας, τὴν κοιλίαν, τὸν λαιμόν, ἐκβάλλει ὠρυγὰς ἐπιταγῆς, φοβέρας, ἐνθαρρύνσεως, καὶ τὸ τραβᾶ συγχρόνως ἐκ τοῦ χαλινοῦ, καὶ βλασφημοκοπεῖ, καὶ τὸ ὑβρίζει. Τὸ ζῷον, δὲν εἶν’ εὐχαριστημένον καὶ αὐτὸ προδήλως, καὶ ὀξέως συναισθάνεται τὸ ἄλγος τῶν πληγῶν ἐπὶ τοῦ ταλαιπωρημένου του κορμιοῦ, καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ πειράματα. Κρατούμενον δ’ ἐκ τῶν ἡνίων ὑπὸ τοῦ ἀνδρός, μὲ κίνδυνον νὰ σπάσῃ τὰ σητόβρωτά του χάμουρα, ἕλκει τὸν σκελετὸν τοῦ κάρρου τὸν πηγμένον εἰς τὴν γῆν. Πλὴν καὶ τὸ δεύτερον, καὶ τρίτον, ἀποκάμνει, μάχεται, ἄνευ ἀποτελέσματος τινός, παιδεύετ’ ἀνισχύρως, καὶ ὀπισθοβατεῖ, καὶ σκουντουφλᾶ, καὶ συνταράσσεται. Ὅσον ὅμως αὐτὸ φιλοτιμεῖται, τόσον ὁ καρραγωγεὺς βλέπων ἀδίκως παρερχόµενον τὸν χρόνον, ἐπιμαίνεται αὐτῷ, καὶ νευρικῶς χειρονομεῖ, κινεῖται ἀδιακόπως πέριξ του, πλήττει τὸ σῶμά του ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, τὸ παροτρύνει, δαιμονίζεται μωρῶς νὰ τὸ ὠθήσ’ εἰς