Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 247.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
247

Ναὶ, τὸ βλέπω, εἶν’ ἐκεῖνο, εἰς τὴν λύραν ἀναβαίνει,
Την ἐγγίζει, τὴν ἀφίνει, εἰς τὰς Μούσας μεταβαίνει,
Τρέχει, παίζει μὲ τὸν Ἄρη μὲ τὸ δόρυ τὸ πικρόν του,
Τὸν φιλεῖ καὶ τὸν χαδεύει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ μικρόν του.
Ἡ Παλλὰς τὸ περιθάλπει, μὲ τὸ χέρι της τὸ τρέφει,
Την ἀσπάζεται· καὶ πάλιν εἰς τὰς Μούσας ἐπιστρέφει.
Ἐγὼ βλέπω δὲ καὶ χαίρω καὶ λυποῦμαι καὶ θαυμάζω,
Καὶ τὰς χεῖράς μου ἐκτείνων, μὲ παράπονον τὸ κράζω.
Περιστέρι μου ὡραῖον, ποθητόν μου περιστέρι,
Πῶς πλανώμενον σὲ βλέπω; πῶς πετᾶς εἰς ἄλλα μέρη;
Σὲ ἀνέθρεψα μὲ πόνον, πῶς μὲ ἄλλους οἰκειώθης;
Πῶς τὸ ἔργον τῶν χειρῶν μου ἀπ’ ἐμέν’ ἀποξενώθης;
Ἔλα πάλιν εἰς τοὺς κόλπους ὁποῦ τόσον ἀγαποῦσες,
Ἐνθυμήσου πῶς σὲ εἶχα, ὅταν μόλις ἐπετοῦσες.
Σεῖς δ’ Ὀλύμπιοι τὰ ξένα διατὶ κατακρατεῖτε;
Δότε το, εἶν’ ἐδικόν μου, πῶς τὰ δίκαια πατεῖτε;
Τότ’ ἐκεῖνο μὲ κυττάζει, καὶ θαρρῶ πῶς μὲ γνωρίζει.
Οὔτε ὅμως ἐπιστρέφει, οὔτε κἂν μὲ προσεγγίζει.
Φωνὴ δ’ ὡς ἐκ τῆς χορείας τῶν Μουσῶν ἐξερχομένη,
»Μὴ βιάζεσαι, μὲ λέγει, ἄφες, ἄφες το νὰ μένῃ.
»Μετ’ ὀλίγον τὴν ἰσχύν μας φανερὰ θὰ καταλάβῃς·
»Περιστέρι τὸ στερήθης, ἀετὸν θὲ νὰ τὸ λάβῃς·
»Φοῖβος, Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρης καὶ ’μεῖς ἅπασαι συγχρόνως
»Εἰς τὴν μεταμόρφωσίν του συνεργοῦμεν ὁμοφώνως.»
Τότε ἔκραξα μὲ πόνον ἀπὸ βάθους τῆς καρδίας:
«Ὑποτάσσομαι προθύμως εἰς ἐπιταγὰς τὰς θείας.
Ὃν μου φίλτατον, προχώρει τὴν ὁδόν σου ἐλευθέρως.,
Ἀετὸς γενοῦ καὶ πέτα εἰς τὰ ὕψη τοῦ αἰθέρος.
Ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ κόσμου εἰς τὴν πτῆσιν ὑπερτέρει.
Πλὴν ποτὲ μὴ λησμονήσῃς ὅτι ἤσουν περιστέρι.»