Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 246.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
246

ἐκ τῶν συγχρόνων πεζογράφων καὶ ποιητῶν, τὸν καὶ ἡμέτερον πολύτιμον συνεργάτην κ. Ἀλέξανδρον Ρ. Ῥαγκαβῆν, τοῦ ὁποίου ἡ ἔξοχος ἐν τοῖς γράμμασι καὶ τῇ κοινωνίᾳ θέσις δὲν εἶνε βεβαίως ἀνάγκη νὰ εἴπωμεν κατὰ πόσον ὑπερηκόντισε τὴν προφητείαν τῆς μούσης καὶ τῆς πατρικῆς στοργῆς τοῦ ἀειμνήστου γεννήτορος.

Ὁ υἱός μου Ἀλέξανδρος εἰς Μόναχον.

Εἰς τὸν κῆπόν μου εἰς τόπον εὐθαλῆ, καὶ ἀνθισμένον.
Εἶχα ἕνα περιστέρι ἐκεῖ μέσα γεννημένον,
Εἶχε χάριν, εἶχε κάλλος ἡ ἐκ φύσεως στολή του.
Καὶ κατεστραπτ’ ἡ ὡραία χρυσωμένη κεφαλή του.
Ἦτον ἔξυπνον, νοῆμον, καὶ μὲ τὴν μικρότητά του
Μ’ ἔδειχνε παντοιοτρόπως τὴν αἰσθητικότητά του.
Εἰς τοὺς κόλπους μου τὸ εἶχα, τὰ πτερά του ἐφιλοῦσα,
Τὸ ἀνέτρεφα μὲ πόθον καὶ τὸ ὑπεραγαποῦσα.
Μὲ αὐτὸ παρηγορούμουν εἰς τὰς ὥρας τῶν δεινῶν μου,
Καὶ τὸ ἔβλεπα ὡς φίλον καὶ τοῦ βίου κοινωνόν μου.
Ἔτρεμα μὴν τύχη βέλος, μήπως ὄρνις τὸ πηράξῃ,
Καὶ τὸ ἔδειχνα τὸν δρόμον ποῦ καὶ πότε νὰ πετάξῃ.
Ἐκεῖ αἴφνης ἕνας μέγας ἀετὸς ἀπὸ τὰ νέφη
Καταβαίνει, τὸ ἁρπάζει καὶ δροµαῖος ἐπιστρέφει.
Ὦ θεέ! ὁπόταν εἶδα πῶς ἐχάθη ἀπ’ ἐμπρός μου,
Ἔχασα καὶ τὰς αἰσθήσεις καὶ τὴν χρῆσιν τοῦ νοός μου.
Φεύγω, τρέχω μετὰ πόθου καὶ σχεδὸν μετὰ μανίας,
Καὶ μανθάνω πῶς ἐπῆρε τὴν ὁδὸν τῆς Γερμανίας.
Προχωρῶ· καὶ μὲ ἀγῶνας καὶ μὲ βάσανα μυρία
Φθάνω τέλος ὅπου κεῖται ἡ εὐδαίμων Παυαρία.
Ἐκεῖ βλέπω… ὢ τί θέα! εἰς μεγάλην πεδιάδα
Ἐπὶ ἅρματος τὸν Ἄρην, ἐπὶ θρόνου τὴν Παλλάδα.
Βλέπω ὄρος, τὸ γνωρίζω, καὶ μὲ φαίνετ’ ἐδικόν μας.
Καὶ τῷ ὄντι εἶν’ ἐκεῖνος, εἶν’ ὁ θεῖος Ἑλικών μας.
Τοῦ ἁρχαίου τοῦ ἐδάφους πῶς καὶ πότε ἀπεσχίσθη!
Ἀπὸ γῆν τὴν Ἑλληνίδα πότε, πῶς μετεκομίσθη!
Ἐκεῖ φαίνετ’ ὁ Ἀπόλλων μὲ ἀκτίνας φωτισμένος,
Ἀπὸ ὅλην τὴν πορείαν τῶν Μουσῶν τριγυρισμένος.
Καὶ κρατῶν μετὰ τῆς λύρας εἰς τὸ δεξιόν του χέρι…
Τὸ κρατεῖ!… τὸ φίλτατόν μου, τὸ καλόν μου περιστέρι