Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 235.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
235

τὴν ἀσκόπως παρελθοῦσα» νεότητα καὶ ἤρχισε νὰ ἐνδύεται κομψῶς, νὰ κτενίζεται κατὰ τὸν συρμὸν καί… νὰ φέρη ψιμμύθιον.

Ἐπὶ τῆς προώρως ῥυτιδωθείσης μορφῆς της, τὸ ψιμμύθιον ἐφαίνετο λέγον:

— Βλέπετε τὴν μορφὴν ταύτην ἐφ’ ἧς κάθημαι τόσῳ ἀγερώχως; τρέμει διὰ τὸ γῆρας, φρίττει διὰ τὴν τύχην ἥτις τὴν περιμένει — καὶ προσεκάλεσεν ἐμὲ ὡς πανσθενῆ προστάτην.

Ἡ ἀτυχῆς Ἀνθὴ ἤδη καὶ ἐκοιμᾶτο καὶ ἔτρωγε βοηθουμένη ὑπὸ τῶν διὰ μορφίνης ἐνέσεων.

Ἅμα εἶδον τὴν Σοφίαν τὴν ὑπεδέχθησαν μειδιῶσαι καὶ ὅταν ἔμαθον ὅτι ἐγὼ ἤμην ἡ μικρούλα συμμαθήτρια τῆς Σοφίας μ’ ἐφίλησαν ὅλαι μὲ ἀγάπην καὶ μὲ ἠρώτησαν τὰ κατ’ ἐμέ.

Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐρρίγησα. Ἤκουσα ἐκ τοῦ ὑπερῴου τὴν αὐτὴν φωνὴν τὴν ὁποίαν ἤκουον πρὸ ἑνδεκαετίας νὰ ψάλλῃ περιπαθῶς «εἰς τὸ ῥεῦμα, τῆς ζωῆς μου διατί νὰ σ’ ἀπαντήσω». Ἡ δυστυχῆς Δήμητρα!! Ἐκεῖ ἐπάνω μόνη, κατάμονη, ἐξηκολούθει νὰ ζῇ μὲ τὰς ἀναμνήσεις τίς εἶδε τίνος ὀνείρου. Ἐνῷ ἡ Σοφία διηγεῖτο τὰ κατ’ ἐμὲ ἐγὼ ἐσκεπτόμην πόσας πικρὰς ἱστορίας ἀπογοητεύσεων καὶ δακρύων ἔκρυπτεν ἑκάστη τῶν νευροπαθῶν τούτων γυναικῶν, αἵτινες ἔζησαν οἰκειοθελῶς ἐνταφιασμέναι εἰς τὸν σκοτεινὸν τοῦτον οἶκον, τόσῳ πλησίον τῆς γελώσης φύσεως καὶ τῆς φαιδρᾶς κοινωνίας.

Ἡ κ. Δόμνα κύπτουσα ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν ἀφοῦ μᾶς ᾐσπάσθη μᾶς ἔφερε μόνη της γλυκὸ μέσα εἰς τὸν ἴδιο ἀσημένιο δίσκο. Ὁ Ἀρτέμης μὲ εἶδε καὶ ἐμειδίασεν· ἐνθυμήθη τὰς ἡμέρας τῆς λαιμαργίας τοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐμειδίασα· μοῦ ἐφαίνετο ἱεροσυλία.

Μία ἐρώτησις ἀνήρχετο εἰς τὰ χείλη μου, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐξέφραζον φοβουµένη μήπως ἀναξέσω πληγάς. Δὲν ἔβλεπα τὴν Ἑλένην, τὴν συμπαθῇ Ἑλενίτσαν τὴν ὁποίαν τόσῳ ἠγαπῶμεν. Μήπως ἀπέθανεν: Ἄχ, ποτὲ δὲν θὰ λησμονήσω τὰ πικρὰ δάκρυά της. Ἠγάπα ἡ δυστυχής τὸν κόσμον ἐγὼ τὴν εἶχον ἐννοήσει τότε.

Μοῦ ἦλθαν δάκρυα καὶ δὲν ἤξευρα πῶς νὰ τὰ κρύψω.