Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 233.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
233

πομακρυνθῶ ταχέως. Ἐκεῖνοι δὲν ἐννοοῦσαν νὰ μ’ ἀφήσουν καὶ ἤρχισεν ἡ Σοφία νὰ μοῦ περιγράφει τὸν μνηστῆρά της· ποίου σχήματος πῖλον φέρει καὶ πόσα σιγάρα καπνίζει καὶ πῶς περιπατεῖ καὶ τί τῆς λέγει καὶ ὅτι φιλεῖ τῆς γιαγιᾶς τὸ χέρι καὶ τὴν μητέρα της τὴν φωνάζει «μητέρα».

— Θυμᾶσαι τὸ σπῆτι ποῦ ἐπηγαίναμεν ὅταν ἤμεθα μικραί;

— Ναὶ βέβαια, τὸ θυμοῦμαι, εἶπε θυμωμένη ὀλίγον διότι διέκοψα τὸ προσφιλὲς θέμα της.

— Πηγαίνω νὰ τὰς ἰδῶ.

— Θὰ ἔλθωμεν μαζύ σου, εἶπεν ὁ Ἀρτέμης, ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νά με πλησιάσῃ πάλιν.

— Ναί, θὰ ἔλθωμεν· τί κρῖμα, νὰ μὴ ἔρχεται ὁ Κωνσταντῖνός μου κάθε κυριακή· θὰ τὸν ἔβλεπες. Δὲν εἰμπορεῖ νὰ λείψῃ· ξεύρεις, ἐργάζεται εἰς τὸν σιδηρόδρομον. Ἂν σὲ γνωρίσῃ θὰ σ’ ἀγαπήσῃ πολύ· ὢ, δὲν φαντάζεσαι πῶς ἀγαπᾷ τὰς φίλας μου καὶ ἐν γένει πᾶν ὅ,τι ἐγὼ ἀγαπῶ.

— Σοῦ ξεύρει καὶ μιὰ ἄλγεβρα!!

— Καὶ ἀστεῖος, ἀγάπη μου· ἂχ πρέπει, πρέπει νὰ τὸν γνωρίσῃς. Θὰ μείνῃς πολλὰς ἡμέρας στὸ χωριό;

— Ἕνα μῆνα.

— Θὰ τὸν γνωρίσῃς τότε.

Ἡ προκυμαία ἡ πρὸς τὸ μέρος τῆς Ξηροκρήνης ἦτο πλήρης κομψοῦ πλήθους, ὅπερ ἀνέπνεε μεθ’ ἡδονῆς τὴν αὔραν τοῦ Βοσπόρου.

Πλησίον τῆς λάλου Σοφίας, τοῦ φαιδροῦ Ἀρτέμη καὶ τῆς ὡραίας θέας τῆς ἀπέναντι ἀσιατικῆς ἀκτῆς ᾐσθάνθην τὸ στῆθός μου ἐλαφρὸν καὶ ἐλησμόνησα τὰς μελανὰς σκέψεις μου· διότι ἐνόμιζον ὅτι εἶμαι φθισικὴ καὶ ὅτι θὰ ἀποθάνω. Εἶχον μάλιστα ἕτοιμον τὸ ἐπιτύμβιόν μου καὶ ἔγραψα ἕνα παθητικώτατον ἀποχαιρετισμὸν πρὸς τὸν κόσμον, τὸν ὡραῖον κόσμον, τὸν ὁποῖον μετὰ λύπης ἄφινα.

Ὅταν ὅμως ἐφθάσαμεν εἰς την οἰκίαν ἐκείνην τὴν μεγάλην καὶ σιωπηλήν, ἠσθάνθην τὴν καρδίαν μου πιεζομένην καὶ πρὸς στιγμήν ἠθέλησα νὰ φύγω, ἀλλ’ ἡ Σοφία μὲ παρέσυρε καὶ διῆλθον τοὺς εὐρεῖς σκοτεινοὺς διαδρόμους σχεδὸν μηχανικῶς. Πρὸς στιγμὴν ἐνόμισα ὅτι εἶμαι ὁ ἀποκοιμισμένος τοῦ παραμυθιοῦ, ὁ ὁποῖος μετὰ πολυετῆ ὕπνον ἐξύπνησε καὶ εὗρε νὰ τὸν