περίμενε νὰ παντρέψουμε καμμιὰ ἀδελφή σου καὶ τότε θὰ τρέχετε καὶ ’στοὺς χοροὺς καὶ ’στὰς διασκεδάσεις.
Ἡ Ἑλένη ἐκίνει μελαγχολικῶς τὴν κεφαλήν, διότι δὲν ἐπίστευε νὰ γείνῃ αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ἡ μητέρα της.
Αἱ δύο μεγαλείτεραι ἀδελφαί της ἤρχισαν νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ νευρικὸν πονοκέφαλον καὶ δὲν ἤθελον νὰ ἰδοῦν ἄνθρωπον στὰ μάτια. Ἡ τρίτη ἡ ὁποία ἦτο ὡραιοτάτη ἔκρυπτε φαίνεται κανὲν τρυφερὸν μουσικόν, διότι ἦτο πολὺ σκεπτικὴ καὶ ποτὲ δὲν ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ γεωγραφικοῦ χάρτου, ἀλλ’ εἰργάζετο ἐπάνω εἰς τὸ δωμάτιόν της καὶ ἠκούετο ἡ φωνή της, φωνὴ ἠχηρά, νὰ τραγουδῇ πάντοτε τὸ ἴδιον τραγοῦδι «Εἰς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς μου διατί νὰ σ’ ἀπαντήσω.» Ὅταν ἡ θεία ἡ μεγάλη εἶχε τὸν πονοκέφαλο ἔστελλε τὴν Ἑλένην νὰ τῆς εἰπῇ νὰ παύσῃ καὶ τότε ἐπεκράτει τόση σιωπὴ ὥστε καὶ ἐγὼ ἀκόμη ἡ ὁποία δὲν εἶμαι φίλυπνος ἀπεκοιμώμην πλησίον τῆς Σοφίας καὶ ὁ Ἀρτέμης ἐπάνω εἰς τὸ ἀβάκιον ἔκλειε τὰ ματάκια του.
Ὁ τοιοῦτος ὕπνος μᾶς ἐπεσκέπτετο συνεχῶς.
Μίαν ἡμέραν ἦλθεν ἡ μητέρα τῆς Σοφίας νὰ τὰς παρακαλέση νὰ ἔλθουν εἰς τὴν βάπτισιν τοῦ μικροῦ της.
— Δὲν θὰ ἔχωμεν ξένους, οὔτε θὰ γείνῃ βάπτισις ἐπίσημος. Εἰμπορεῖτε νὰ ἔλθετε.
Ἡ θεία ἡ μεγάλη ἐπροφασίσθη τὸ πένθος της καὶ ἀφοῦ πολὺ θερμῶς ηὐχαρίστησε τὴν μητέρα τοῦ Ἀρτέμη τῆς ἔδωκε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι δὲν θὰ ὑπάγῃ.
— Τοὐλάχιστον τὴν Ἑλενίτσα νὰ μᾶς δώσετε.
Ἡ Ἑλένη ἔρριψεν ἓν βλέμμα ἐρευνητικὸν ἐπὶ τῆς θείας τῆς μεγάλης καὶ ἓν ἄλλο παρακλητικὸν ἐπὶ τῆς μητρός της.
— Ξεύρετε πῶς ἡ Ἑλένη χωρὶς ἡμᾶς δὲν εἰμπορεῖ νὰ ἔλθη. Σᾶς εὐχαριστῶ ὅμως διὰ τὴν πρόσκλησίν σας.
— Ἡμεῖς πλέον ἀπὸ τὸν καιρὸ ποῦ πέθανε ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας δὲν ἐξερχόμεθα· ἐλησμονήσαμεν τὸν κόσμον καὶ ὁ κόσμος μᾶς ἐλησμόνησεν, εἶπεν ἡ θεία Μαριγώ.
Ἡ Ἑλένη ἔκλαιε σιωπηλῶς καὶ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά της τὸ ἐργόχειρόν της. Ἤθελε νὰ ἔλθῃ· τὸ ἔβλεπε κἀνεὶς φανερά, μὰ πῶς νὰ τὸ εἰπῇ; Ἡ λέξις θέλω δὲν ἠκούσθη ποτὲ ἐκεῖ μέσα ἐκ μέρους τῶν μικροτέρων καὶ τόρα θὰ τὴν ἔλεγεν ἡ Ἑλένη; ὄχι βέβαια. Ἡ μήτηρ της τὴν ἐπλησίασε καὶ εἶπε