Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 219.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
219

ραν τῆς χθὲς εἰς την οἰκίαν των. Βλέπω ἕνα ἐξ αὐτῶν, κεκυρτωμένον ἐπὶ τοῦ τραπεζίου, ἀντιγράφοντα τὸ κείμενον ἢ μανθάνοντα τὴν μετάφρασιν, ἡμικλείστους ἔχοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ τοῦ ὕπνου. Μεταβαίνω εἰς ἄλλην οἰκίαν. Βλέπω ἕτερον, ὅστις, μελετῶν τὴν γραμματικὴν ὑπὸ τὴν ἀμυδρὰν λάμψιν πενιχρᾶς λυχνίας, ἀποθαρρύνεται, δακρύει ἅτε δυσκολευόμενος νὰ ἐννοήσῃ τὸ ὁρισθὲν διὰ τὴν σήμερον κεφάλαιον, καὶ ὁ ὁποῖος κλίνων ἑκάστοτε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὄπισθεν, κυττάζει διὰ τῶν βεβαρημένων ὀφθαλμῶν την ὀροφήν, καὶ ἀπαγγέλλει τὸ μάθηµα, ἵνα τὸ ἐκστηθίσῃ. Βλέπω τρίτον, ὅστις, μὴ ἔχων ἕτερον ἄγραφον χάρτην ἐν τῷ οἴκῳ, καὶ ἀδυνατῶν νὰ προμηθευθῇ ἐξ αὐτοῦ κατὰ τὴν προκεχωρηκυῖαν ἐκείνην τῆς νυκτὸς ὥραν, βλέπει, δι’ ἀπροσέκτου τινὸς κινήσεως τῆς χειρός, χεόμενον τὸ μελανοδοχεῖον ἐπὶ τῆς μετὰ κόπου περατωθείσης ἀντιγραφῆς, ἐνῷ γνωρίζει, ὅτι, ὀφείλων νὰ ἐγερθῇ περὶ τὴν 7ην πρωϊνὴν ὥραν, δὲν θὰ λάβῃ καιρόν, ὁ τάλας, νὰ γράψῃ ἐκ νέου τὴν καταρρυπωθεῖσαν ἐργασίαν. Ταράσσεται· προβλέπει τὴν τιμωρίαν· τὸ φάσμα μου παρίσταται ἐνώπιόν του ἀπειλητικόν… Σπεύδει, ἐλπίζων νὰ θεραπεύσῃ, εἰ δυνατόν, τὴν ἐπισυμβᾶσαν συμφοράν. Δράττει σπασμωδικῶς τὸ τετράδιον, ἀπορροφᾷ διὰ τοῦ στόματος, λείχει διὰ τῆς γλώσσης τὴν μελάνην, ἣν πτύει ἐπὶ τοῦ σανιδώµατος, ἐπὶ τῶν τοίχων, — ὅπου φθάσῃ. Δὲν ὑπάρχει θεραπεία. Πτύει, στενοχωρεῖται, ἀπελπίζεται· σχίζει μετ’ ὀργῆς τὸ ἐρρυπωμένον φύλλον· ἀλλ’ εἰς ἐπίμετρον τῆς δυστυχίας, ἔσβυσε, πτύων, τὴν ἐπὶ τῆς τραπέζης λυχνίαν… Εὑρίσκεται μόνος ἐν τῷ σκότει· ὁ φόβος τὸν καταλαμβάνει. Σπεύδει νὰ φύγῃ· κλαίει· βεβαμμένα δ’ ἔχων τὰ χείλη καὶ τὴν ἄκραν τῆς ῥινὸς ἐκ τοῦ μελανοῦ ὑγροῦ, τρέχει πρὸς τὴν ἡμικεκοιμημένην αὐτοῦ μητέρα, καὶ σείων αὐτὴν ἀποτόμως διὰ τῆς χειρός.

— «Μάνα! — τῇ λέγει — δὲν θὰ πάω αὔριο εἰς τὸ σχολεῖο…»

Ἡ ἑνδεκάτη ἐσήμανεν. Ὁ κώδων τοῦ ῥαβδούχου ἀγγέλλει τὴν ἔναρξιν τοῦ μαθήματος. Λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας τὸν ἔλεγχον τῆς προσκλήσεως. — ἀναγινώσκω. — Οἱ μαθηταὶ ἀπαντῶσι: