Νικολαοσ. — Καὶ φτιάσε μου τὸν καφέ μου ἀπ’ αὐτὸν τὸν χαλασμὸ τοῦ κόσμου… Ἐπὶ τέλους θὰ τὸν πιῶ μὲ τὴν ἡσυχία μου…
Ελενη κρυφίως διαφεύγουσα τὸν ἐναγκαλισμὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου. — Ἔλα, ντροπή σου καὶ λιγάκι…
Νικολαοσ περιπτυσσομένους αὐτοὺς. — Κ’ ἐσεῖς ἐλάτ’ ἐδῷ ’ς τὴν ἀγκαλιά μου νὰ σᾶς σφίξω καὶ τοὺς δύο σὰν παιδιά μου…
Ελενη κρυφίως ἐπιπλήττουσα τὸν Ἀλέξανδρον ὅστις τὴν τσιμπᾷ. — Ἡσυχία λοιπόν…
Νικολαοσ κατερχόμενος μετ’ αὐτῶν. — Ὦ ἀνθρωπότης… πάντοτε ἡ ἴδια εἶσαι, καὶ δὲν θ’ ἀλλάξῃς ποτέ! Ἄχ, εἶχε δίκαιον ὁ Σοῦτσος ὅταν ἔλεγε:
Ὁ κόσμος ἔτσι ἐκτίσθη
καὶ ἔτσι ἐσχηματίσθη
καὶ δὲν ’μπορεῖ ν’ ἀλλάξῃ
τὴν ἄτακτή του τάξι!
Δημητριοσ Α. Κορομηλασ
Ειπαν πῶς ἡ εὐαίσθητη Μαρία
Ἐπῆρε σουλιμὰ γιὰ νὰ ’πεθάνῃ.
Κόσμε ψεύτη, ἀνόητη κοινωνία!
Τὸ σουλιμὰ δὲν ξέρεις τί τὸν κάνει;
[Ἐκ Ζακύνθου]
Υακινθοσ