Αλεξανδροσ. — Τότε νὰ στεφανωθοῦμε καλλίτερα....
Ελενη κρύπτουσα τὸ πρόσωπόν της. — Ἄ!
Αλεξανδροσ σοβαρῶς. — Μὲ νεκρολούλουδα, Ἑλένη μου, δὲν βάζομε ἄνθη λεμονιᾶς ’ς τὰ στέφανά μας, τὰ κάμνομ’ ἀπὸ νεκρολούλουδα.
Ελενη συνερχομένη. — Ἀλήθεια, ἔχεις δίκαιον.
Αλεξανδροσ λυρικῶς. — Καὶ ἔτσι θὰ συνταυτήσωμεν τὴν τύχην μας.... θὰ κλαίωμεν αἰωνίως, ἐσὺ θὰ παρηγορῇς ἐμένα, κ’ ἐγὼ ἐσένα....
Ελενη. — Ναί.
Αλεξανδροσ διστάζων. — Καὶ αὐτὴ τὶ θὰ γείνῃ;
Ελενη. — Ποιά;
Αλεξανδροσ δεικνύων τὴν θύραν. — Ἡ καρδιά;
Ελενη. — Ἄ, ναί....
Αλεξανδροσ. — Τί θὰ τὴν κάμωμεν;
Ελενη. — Τὶ νὰ τὴν κάμωμεν;
Αλεξανδροσ. — Ἐγὼ λέγω νὰ τὴν θάψωμεν.
Ελενη. — Ἂς τὴν θάψωμεν....
Αλεξανδροσ. — Ἐδῷ ὅμως…
Ελενη. — Βέβαια.
Αλεξανδροσ κλαίων. — Καὶ κάθε χρόνον θὰ ἐρχόμεθα νὰ στολίζωμεν τὸν τάφον μὲ ἄνθη.
Ελενη ὁμοίως. — Θὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Αλεξανδροσ στραγγίζων τὸ μάκτρον. — Βέβαια· δὲν θὰ τὴν λησμονήσωμεν τὴν καϋμένην τὴν Κόρινναν.
Ελενη στραγγίζουσα τὸ μανδήλιόν της. — Ποτέ!
Αλεξανδροσ περιπτυσσόμενος αὐτήν. — Ἆ, Ἑλένη μου, σ’ εὐχαριστῶ.
Ελενη. — Ἀλέξανδρέ μου!… [Μένουσιν ἐνηγκαλισμένοι].
Νικολαοσ ἰδίᾳ εἰσερχόμενος. — Τώρα ἔρχονται οἱ νεκροθάπται. [Βλέπων τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὴν Ἑλένην καὶ μένων ἐμβρόντητος] Ἆ! ἔ!. ἤ!.. ἴ!… ὄ!… ὔ!… ὤ!…
Ελενη. — Μ’ ἀγαπᾶς;
Αλεξανδροσ. — Σὲ λατρεύω....