Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 197.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
197

σίον κολλητὰ εἰς μίαν μάνδραν, εἰς τὴν γωνίαν ὅπου εἶνε καὶ ἕνας φοῦρνος, ἄντικρυ σ’ ἕνα χρωματοπωλεῖον, σ’ ἕνα μεγάλο σπίτι ποῦ τὰ παράθυρα εἶνε πάντοτε κλειστά.

Νικολαοσ. — Κ’ ἐγὼ τὰς αὐτὰς σχεδὸν πληροφορίας ἔλαβον… Φαίνεται ὅτι εἰς τὰς Ἀθήνας δὲν γνωρίζουν οὔτε ἀριθμοὺς οὔτε ὀνομασίας ὁδῶν… συνενοοῦνται ἀκόμη με τῂς μάντραις καὶ μὲ τοὺς φούρνους.

Αλεξανδροσ λαμβάνων τὸν πῖλόν του. — Ἆ, κύριέ μου, λυποῦμαι πολύ… μὲ συγχωρεῖτε ὅτι σᾶς ἠνόχλησα…

Νικολαοσ. — Τίποτε, τίποτε…

Αλεξανδροσ ὑποκλίνων. — Σᾶς προσκυνῶ καὶ σᾶς ζητῶ καὶ πάλιν συγγνώμην…

Νικολαοσ λαμβάνων τὸν πῖλόν του. — Τίποτε, σᾶς λέγω… ἐξερχόμεθα μαζῆ… Γκὼ ὰ χέδδ!

ΣΚΗΝΗ Ι′
Οἱ ἀνωτέρω, ΕΛΕΝΗ.

Ελενη. — Θεῖέ μου…

Αλεξανδροσ ἐμβρόντητος καὶ τὸ πρόσωπον ἀποστρέφων. — Μία γυναῖκα!

Ελενη ὁμοίως καὶ ταὐτοχρόνως. — Ἕνας ἄντρας!

Νικολαοσ. — Τί θέλεις, Ἑλένη;

Ελενη ἔχουσα πάντοτε τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον καὶ διὰ τῆς χειρὸς κάμνουσα νεύματα νὰ φύγῃ ὁ Ἀλέξανδρος ἐνῷ καὶ οὗτος διὰ χειρονομιῶν τὴν ἀποστροφήν του ἐκδηλοῖ. — Ποῖος εἶνε αὐτός; τὶ ζητεῖ ἐδῷ; τίς τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδειαν;.. νὰ φύγῃ, νὰ φύγῃ, νὰ φύγῃ…

Νικολαοσ. — Μὴν ταράττεσαι, κατὰ λάθος εἰσῆλθε…

Ελενη. — Νὰ φύγῃ… νὰ φύγῃ…

Νικολαοσ δεικνύων αὐτῷ τὴν θύραν. — Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε… ἡ ἀνεψιά μου… θὰ σᾶς εἰπῶ καθ’ ὁδόν… πᾶμε…

Αλεξανδροσ ὅστις ἀνήρχετο στρέφων δειλῶς τὸ πρόσωπον. — Κυρία μου.... κατὰ λάθος....

Ελενη ἥτις ἔστρεψε καὶ αὐτή. — Κύριε.... [βάλλουσα κραυγὴν ὡς παρετήρησεν αὐτὸν] Ἄ!

Αλεξανδροσ. — Ὤ!…

Ελενη. — Ἀλέξανδρε!…

Αλεξανδροσ. — Ἑλένη!…

Νικολαοσ ἔκπληκτος. — Μπᾶ, γνωρίζεσθε;

Ελενη μετὰ δειλίας. — Τον ἐγνώριζα… τὸν κύριον… ὅταν ἤμουν ἀνύπανδρος…