Νικολαοσ ἰδίᾳ. — Αὐτὸς βάζει κάτω καὶ τὸν Ἐξαρχόπουλον!…
Αλεξανδροσ. — Πῶς σᾶς φαίνεται;
Νικολαοσ. — Λαμπρόν, ἔξοχον!… τὸ ἐκάματε μόνος σας;
Αλεξανδροσ. — Εἶνε νὰ τὸ ἐρωτᾶτε, ὅταν βλέπετε ὅτι εἶνε κραυγὴ ὀδύνης τὴν ὁποίαν ἐκπέμπω ἐκ βάθους ψυχῆς;… διότι ὅπου καὶ ἂν εἶμαι, ὅπου καὶ ἂν πάγω τὴν βλέπω ἐμπρός μου, φαιδράν, μειδιῶσαν, νὰ μοῦ τείνῃ τὰς χεῖρας, νὰ μὲ προσκαλῇ νὰ μοῦ προτείνῃ τὰ χείλη της.... [Τείνων τὰς χεῖρας] Ἆ, σὺ εἶσαι, σὺ εἶσαι, Κόριννα, στάσου, μὴ φεύγῃς… [Διατρέχων τὴν αἴθουσαν τεταμένους ἔχων τοὺς βραχίονας ὅπως συλλάβῃ τινὰ καὶ βλέπων τὸν Νικόλαον ἀπομακρυνόμενον αὐτοῦ] Μὴ φεύγῃς....
Νικολαοσ ἀποφεύγων αὐτὸν ἰδίᾳ. — Αὐτὸς εἶνε δαιμονισμένος…
Αλεξανδροσ τρέχων κατόπιν τοῦ Νικολάου. — Κόριννα, Κόριννα....
Νικολαοσ διαφεύγων. — Ἐγὼ τὸν φοβοῦμαι.
Αλεξανδροσ. — Κόριννα!…
Νικολαοσ. — Πίσω μου εἶσαι, δαίμονα, κ’ ἐμπροστά μου κρέμμεσαι....
Αλεξανδροσ κατορθῶν νὰ συλλάβῃ αὐτόν. — Κόριννα.
Νικολαοσ ἐξανιστάμενος. — Μά, κύριε....
Αλεξανδροσ λιποθυμῶν ἐν τῇ ἀγκάλῃ τοῦ Νικολάου. — Ἆ!
Νικολαοσ ἐμβρόντητος. — Νά τα μας!…
Καλομοιρα κοµίζουσα ἐπὶ δίσκου τὸν καφέν. — Στιὸς τσαὶ Παναγιά!… [Ὁ δίσκος πίπτει τῶν χειρῶν της]. Τ’ εἶνε πάλι;
Νικολαοσ καθίζων τὸν Ἀλέξανδρον ἐπὶ ἑδωλίου. — Κερὰ Καλομοῖρα, ὀλίγο νερὸ γρήγορα.
Καλομοιρα παρατηροῦσα τὸν Ἀλέξανδρο. — Βῇ, βῇ, παιδάτσι μου, πὶς εἶνε τοῦνος;
Νικολαοσ. — Φέρε τὸ νερὸ σοῦ λέγω....
Καλομοιρα ἀνερχομένη. — Ποῦ ’βρέθηκ’ ἐπά;
Νικολαοσ. — Μπρὲ ἄφησε τῂς κουβένταις τώρα καὶ κάμε γρήγορα.
Καλομοιρα κατερχομένη. — Καλὸ ντὲ, δὲν εἶπα τσαὶ τίποτες κακό.
Νικολαοσ. — Χύσε του ὅλο τὸ κανάτι....