Νικολαοσ ὑποκλίνων. — Κύριε… [Ἰδίᾳ]. — Ποιὸς διάβολος εἶνε αὐτός;
Αλεξανδροσ πεφοβισμένος. — Ἐξέρχεσθε;
Νικολαοσ. — Δηλαδή…
Αλεξανδροσ μετὰ δισταγμοῦ. — Ἤθελα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μὲ δεχθῆτε μίαν στιγμήν....
Νικολαοσ κατερχόμενος ἀριστερᾷ καὶ δεικνύων τὸ ἀνάκλιντρον. — Ὁρίσατε, παρακαλῶ … καθήσατε.
Αλεξανδροσ καθήμενος ἐν θλίψει. — Εὐχαριστῶ.
Νικολαοσ ἱστάμενος πρὸ αὐτοῦ. — Πρὸς ποῖον ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ὁμιλῶ;
Αλεξανδροσ ὑψῶν περίλυπον βλέμμα. — Ὀνομάζομαι Ἀλέξανδρος Βεντῆς.
Νικολαοσ ὑποκλίνων καὶ καθήμενος. — Χαίρω πολύ.
Αλεξανδροσ ἠρέμα ἐν ἀρχῇ, κατόπιν μετὰ συγκινήσεως καὶ τέλος τραγικῶς. — Πρὸ ἓξ μηνῶν ἐνυμφεύθην, κύριε, καὶ μετὰ ἑξάμηνον εὐδαιμονίαν, μετὰ βίου εἰς φθόνον δυνάμενον νὰ κινήσῃ καὶ αὐτοὺς τοῦ Παραδείσου τοὺς ἀγγέλους, ἀπώλεσα τὴν σύζυγόν μου!....
Νικολαοσ έκπληκτος. — Ἆ!
Αλεξανδροσ ἀπομάσσων τὰ δάκρυά του. — Τὴν ἀπώλεσα διὰ παντός!
Νικολαοσ ἀφοῦ ἐμόρφασε ἰδιαιτέρως στρεφόμενος πρὸς τὸν Νικόλαον. — Λυποῦμαι κύριε, λυποῦμαι πολύ.
Αλεξανδροσ οὗτινος ἡ συγκίνησις αὐξάνει. — Ἦτο ἄγγελος τοῦ οὐρανοῦ δραπέτις, ἥτις μοῦ ἐδόθη ἵνα τὸν βίον μου καταστήσῃ ἄλυπον, ἀνώδυνον… ἦτο πλάσμα θεσπέσιον, τὸ ὁποῖον θὰ κλαίω αἰωνίως.
Νικολαοσ ἰδίᾳ. — Τί διάβολο ἔχω νὰ κάμω ἐγὼ μὲ τοὺς ἀποθαμμένους;
Αλεξανδροσ ὀλοφυρόμενος. — Συγχωρήσατέ με, δὲν δύναμαι νὰ κρατήσω τὰ δάκρυά μου… Ἆ, κύριέ μου, ἂν τὴν ἐγνωρίζατε θὰ ἐκλαίατε μαζῆ μου βεβαίως· ἦτο ἄγγελος!…
Νικολαοσ ἰδίᾳ στένων. — Ἁμαρτίαις εἶχες, Νικολή μου, σήμερα.
Αλεξανδροσ. — Ἀπέθανε καὶ ὁ κόσμος ὅλος τὴν ἐλυπήθη, ὁ κόσμος ὅλος τὴν ἔκλαυσε, διότι εἶχε καρδίαν ἀγγέλου....
Νικολαοσ. — Κύριέ μου.... [ἰδίᾳ] Μπᾶ, σὲ καλό σου!
Αλεξανδροσ μετ’ ἀπελπισμοῦ. — Ἆ, θεέ μου, διατί μὲ ἠδίκησας;… Διατί μὲ ἠδίκησε, κύριε, ὁ Θεός;
Νικολαοσ ἀφελῶς. — Τὶ νὰ σᾶς εἰπῶ;…
Αλεξανδροσ. — Ἠθέλησε νὰ δοκιµάσῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξέλεξε τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;