Νικολαοσ. — Κερὰ Καλομοῖρα, ὀλίγο νερὸ γρήγορα, ἐλιποθύμησε.
Καλομοιρα ἀνερχομένη. — Ἀλλοῖ κακὸ ποῦ ἔπαθα!
Νικολαοσ ἰδίᾳ. — Ἆ, μὰ πολὺ κατάκαρδα παίρνουν τὴ κάθε λύπη τους ᾑ ἀθηναίαις.
Καλομοιρα φέρουσα ὕδωρ. — Ἑλέγκω μου, Ἑλέγκω μου, ἄνοιξε τὰ ματάτσα σου, παιδάτσι μου.
Νικολαοσ. — Τρίψε της τὸ μέτωπο, κερὰ Καλομοῖρα, ἄντε γειά σου.
Καλομοιρα. — Νὰ φέρουμε τὸ γιατρό, κὺρ Νικολάτση;
Νικολαοσ. — Καλὲ δὲν βαρύνεσαι… δὲν εἶνε τίποτε.
Ελενη συνερχομένη. — Ἄχ!
Νικολαοσ. — Νά, βλέπεις;
Καλομοιρα. — Ἑλέγκω μου, σήκω, παιδάτσι μου, πιὲ μιὰ γουλίτσα νερό.
Ελενη. — Θὰ πεθάνω.
Καλομοιρα περίτρομος. — Στιὸς τσαὶ Παναγιά!… δάκωσ’ τὴ γλῶσσα σου.
Νικολαοσ. — Ἔλα σήκω, δὲν ἔχεις τίποτε....
Καλομοιρα. — Νὰ σοῦ κάνω ἕνα τίλιο;
Ελενη ἐξησθενημένῃ φωνῇ. — Ὄχι, κερὰ Καλομοῖρα.
Καλομοιρα. — Νὰ σοῦ κάνω ἕνα χαμομῆλι;
Ελενη. — Ὄχι, ὄχι, εὐχαριστῶ.
Νικολαοσ. — Κάμε τὸν καφέ μου, κερὰ Καλομοῖρα, ’ς τὸ θεό σου.
Καλομοιρα ἀνερχομένη. — Τὸν καφέ; ὁρισμός σου…
Νικολαοσ ἰδίᾳ. — Πῶς νὰ κάμω διὰ νὰ φέρω μίαν διόρθωσιν;
Καλομοιρα αἴρουσα τὸν δίσκον καὶ κατερχομένη. — Τί λέεις; νὰ στείλω γιὰ τὸ γιατρό;
Νικολαοσ ἀνυπομονῶν — Οὔ κ’ ἐσύ.... Μπόαρ!…
Καλομοιρα ἀπερχομένη. — Αἴ, καλά, καλά, καλά....
Νικολαοσ. — Πῶς εἶσαι;
Ελενη. — Καλλίτερα.
Νικολαοσ καθήμενος παρ’ αὐτῇ. — Ἄκουσε νὰ σοῦ εἰπῶ, Ἑλένη μου· ἔλα νὰ κάμωμ’ ἕνα ταξειδάκι.
Ελενη ἐξανισταμένη. — Τί πρᾶγμα;