Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 176.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΚΙΑΝ
ΜΑΡΙΚΑΣ Ι. ΛΥΜΠΡΙΤΟΥ
[πονος γονέων]

Σ’ εἶδαν οἱ ἄγγελοι· ὠσφράνθησαν
τὰ μῦρα τῆς ψυχῆς σου,
ἀνοῖξαν τὴν ἁγκάλη τους
κ’ εἶπαν: ἐδῷ κοιμήσου!
Νέφος σὰν κρίνο κάτασπρο
σοῦ στρώσανε παντοῦ,
γιὰ νὰ διαβῇς ἀθώρητῃ
τ’ ἀστέρια τοὐρανοῦ.

Αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο κάλλος σου
γιατί ς’ τὴ γῆ νὰ μείνῃ,
εἰς τὴν ἐφήμερη ὕπαρξι
φῶς κι’ ἄρωμα νὰ χύνῃ;
ἔλα μαζῆ μας, στόλισε
τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ,
καὶ ζῆσε αἰώνια ἀμίαντη
ἀπὸ ματιὰ θνητοῦ.

Ἀθώα ψυχή, σ’ ἐμάγεψαν
μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή τους,
μὲ τῆς χρυσαῖς φτερούγαις τους,
μὲ τ’ ἄσπιλο φιλί τους·
καὶ τ’ ἄστρα σου ἐβασίλευσαν
μὲ ἕνα στεναγμό!
καὶ σπαραγµένο φάντασμα,
μ’ ἀφῆκαν νὰ θρηνῶ.

Ἤθελες φῶς, Παράδεισε,
καὶ μ’ ἅρπαξες τὸ φῶς μου,
μοῦ σκέπασες μὲ σάβανο
τὰ κάλλη ὅλα τοῦ κόσμου,
’ς τὸν οὐρανὸ ἐκάρφωσα
τὸ βλέμμα φοβερό.
μουρμούρισα ὁ ταλαίπωρος
— «Δὲν ἔχω πλειὰ Θεό!»

Ἐν Ἀθήναις, Μάρτιος τοῦ 1891.

Α. Μανουσος