Ὅπου ψυχαὶς περίλυπαις
Ἔχει στὸν κόσμο ἀφήσῃ
Μαζί μου ἂς γονατίσῃ
Στὸ θρόνο του ὀμπροστά:
—Σύ, ποῦ γιὰ μᾶς ἀνθρώπινη
Σάρκα εἶχε πάρης κ’ αἷμα,
Στ’ ἀγαπημένα πλάσματα
Γύρε γλυκὰ τὸ βλέμμα·
Νὰ λάμψῃ ἐκεῖ στὸ πέλαγο
Τοῦ κόσμου σὰν ἀστέρι,
Καὶ ἀγάλια νὰ τὰ φέρῃ
Στὴ θεία ἀκρογιαλιά.
[Κέρκυρα]
Γερασιμοσ Μαρκορασ
ο θερμόμετρον εἶχεν ἀνέλθῃ πολὺ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὴν ἐπουράνιον χώραν. Ὁ Ὕψιστος ἀφοῦ ἠκροάσθη νωχελῶς τὴν μεταμεσημβρινὴν συναυλίαν τῶν ἀγγέλων, ἐξῆλθε πρὸς περιδιάβασιν, διηυθύνθη εἰς μέρος τι σκιερὸν καὶ εὐάερον καὶ ἐξαγαγὼν τὸ ἐξ ἠλέκτρου κομβολόγιόν του ἤρχισεν ἀναγινώσκων τὴν ἱερὰν Σύνοψιν.
Ἤδη τὰ βλέφαρα τοῦ Παντοδυνάμου ἤρχισαν νὰ βαρύνωνται ἐκ τῆς ἀναγνώσεως, ὅτε ἐγείρας τὸ βλέμμα εἶδε κἄποιον πλησιάζοντα. Ὁ κἄποιος οὗτος ἦτο τὸ πονηρὸν πνεῦμα, διότι, μὲ ὅσα καὶ ἂν λέγωσιν οἱ θεολόγοι, ὁ Σατανᾶς ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰώβ, διατελεῖ εἰς σχέσεις οἰκειοτάτας μετὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἔχει ἐλευθέραν τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Παράδεισον.
— Ἐσύ εἶσαι, Παμπόνηρε; εἶπεν ὁ Ὕψιστος.
— Ἐγώ, Ἁγιώτατε.
— Κἄτι ἀπ’ ἐδῶ;… τί μαντάτα; θὰ σ’ ἔσφιξε ἡ ζέστη, φαίνεται· φαντάζομαι τὶ καμίνι θὰ ἔχετ’ ἐκεῖ κάτω!