Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 132.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
132

κόσμῳ ἐλπίς, ἀνετινάχθη καὶ αὐτὸς κατά τὴν ἔκρηξιν τοῦ Ἀρκαδίου. Μόλις βεβαιοῦται ἐκεῖ ἡ παρθένος καὶ ἀποθνῄσκει ἐκ τοῦ πόνου. Ἰδοὺ τὸ πᾶν. Ἀλλὰ πῶς ἐξειργάσθη τὸ κοινὸν τοῦτο θέμα ὁ ποιητής; Πῶς ἐσχεδίασε τὸ ὅλον καὶ μὲ ποία χρώματα ἐζωγράφισε τὰς λεπτομερείας; Πῶς κατώρθωσε νἀναπαραστήσῃ τὰς φοβερὰς σκηνὰς τοῦ δράματος τοῦ Ἀρκαδίου, ὅλην τὴν παρελθοῦσαν ἱστορίαν καὶ νὰ ὑποτυπώσῃ τὴν χρυσῆν περὶ τοῦ κρητικοῦ μέλλοντος ἐλπίδα, μὲ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτὴν τῆς κόρης καὶ μὲ τὸν θάνατον; — Ὄνειρα ἐπὶ ὀνείροις, δράματα, ἄγγελοι, ἀκτινωτά, προσευχαί, φαντάσματα, ὅλα τὸν ἐβοήθησαν. Ὁ κ. Μαρκορᾶς ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν παλαιὰν σχολὴν· πλὴν μικρολογία θὰ ἦτο πᾶσα περὶ σχολῆς συζήτησις, ἐνώπιον τοιούτου ταλάντου. Τὰ πλεῖστα τῶν ποιημάτων του ἄλλως τε εἶνε ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα νομίζετε ὅτι δὲν ἐγράφησαν ὑπὸ ποιητοῦ ὡρισμένου τόπου καὶ χρόνου ἀλλ’ ὅτι ἐχαράχθησαν ἐπὶ μαρμάρου κατὰ τὴν φράσιν τοῦ κ. Παλαμᾶ, ὑπ’ αὐτῆς τῆς αἰωνίας ποιήσεως. Μετὰ τὴν παρένθεσιν ταύτην ἐπιστρέφοντες εἰς τὸν Ὅρκον παρατηροῦμεν ὅτι θαυμαστοτέρα πολὺ τῆς κυκεωνώδους, αὐτοῦ πλοκῆς, τὴν ὁποίαν μετὰ κόπου παρακολουθεῖ ὁ ἀναγνώστης, εἶνε βεβαίως ἡ ἐνάργεια τῆς εἰκόνος, ἡ ἀκρίβεια τῆς ἐκφράσεως, ἡ περιεκτικὴ συντομία, ἡ ψυχολογικὴ μελέτη, ἀρεταὶ διαλάμπουσαι εἰς ἑκάστην λεπτομέρειαν καὶ ἀποκαθιστῶσαι αὐτοτελὲς καὶ ἄρτιον ἀριστοτέχνημα τὸ σύνολον ὅπως καὶ ἕκαστον τοῦ ποιήματος μέρος.

Διὰ τὸν ἀγνοοῦντα τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀξίαν τοῦ κ. Μαρκορᾶ ποίημα ἐκ δεκαπεντασυλλάβων σχεδὸν διςχιλίων, πατριωτικὸν καὶ μάλιστα κρητικὸν θὰ ἦτο τι ἐκ πρώτης, ὄψεως ἐμποιοῦν φόβον καὶ ἀπαιτοῦν θάρρος ἔκτακτον διὰ νά το ἀναγνώσῃ. Καὶ ὅμως ποῖος θὰ ἴσχυε νὰ μή το ροφήσῃ μέχρι τέλους μετὰ τὸ πρῶτον διαβατικὸν βλέμμα εἰς τοὺς στίχους τῆς ἀρχῆς:

Μές τὸ γοργὸ πλεούμενο ποῦ τὰ νερά σου τρέχει,
Τόρα ποῦ ἡ ξάστερη νυχτιὰ καμμιὰ πνοὴ δὲν ἔχει.
Νἄξερες, θάλασσα καλή, μὲ πόση τρικυμία
Χτυπάει ψυχὲς ἀδύνατες νύχτα τυφλὴ καὶ κρύα!

Ὁποία τῷ ὄντι ἀποστροφή, γαληνιαία, ὡς ἡ θάλασσα τὴν ὁποίαν διέσχιζε τὸ ἀτμόπλοιον, τὸ ἐπαναφέρον τὰ κρητικὰ γυναικόπαιδα, λυπηρὰ μέχρι σπαραγμοῦ ὡς ἡ ἱστορία ἡ μέλλουσα νὰ ἐκτυλιχθῇ, καὶ ὑπενθυμίζουσα τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ δαιμονίου ἐκείνου Κοιμητηρίου: