Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 131.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
131

μένον καὶ θέμα ἔχον τὴν κρητικὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1866 — 69. Τὸ αἱματηρὸν τοῦτο δρᾶμα ἀνείλιξε τὰς μεγαλοπρεπεῖς του σκηνὰς πρὸ τοῦ ἐκθάμβου κόσμου, ὅταν ὁ ποιητὴς εὑρίσκετο ἀκόμη ἐν ὅλῳ τῷ σφρίγει τοῦ ὡρίμου ἀνδρὸς καὶ τῇ ἀκμῇ. Καιροσκόπος δ’ ὡς πάντοτε ἥρπασε τὴν περίστασιν, τὴν ὁποίαν ᾐσθάνθη πολύ, καὶ ἐπ’ αὐτῆς ἐθεμελίωσε, βραδέως ἐπεξεργασθὲν, τὸ ὡραιότερον ἔπος τῆς φιλολογίας μας. Ἀλλ’ οὔτε εἰς τοῦ θέματος τὸ πατριωτικόν, οὔτε εἰς τὸ πρόσφατον ὀφείλει βεβαίως τὴν ἐπιτυχίαν του. Ἡ ἔκρηξις τοῦ Ἀρκαδίου καὶ πλησιέστερον ἀκόμη τῇ Κερκύρᾳ ἂν ἀντήχει, ἀδύνατον θὰ ἦτο νὰ συγκινήσῃ οὕτω ψυχὴν μὴ καλλιτεχνικήν· οὐδὲ δυνάμεθα νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι τὸ γογονός δὲν θὰ ἐξήναπτεν ὁμοίως τὸν εὐαίσθητον καὶ εὐφάνταστον ἐὰν — ὅπερ δι’ ἡμᾶς εἶν᾽ ἐντελῶς ἀδιάφορον! — ἐλάμβανε χώραν εἰς τὰς Καναρίους ἢ εἰς τὰς Ἀντίλας. Ὡς πρὸς τὸ πρόσφατον, ὁ Μαρκορᾶς φαίνεται πράγματι καιροσκόπος. Τὰ σύγχρονα γεγονότα, τὰ πρὸ τῶν ὀμμάτων του διαδραματιζόμενα, προκαλοῦν τὸν οἶστρον του καὶ ψάλλει μὲ νωπὰς ἐντυπώσεις τόσῳ καλῶς, ὅσον ἄλλοι μὲ μακρυσµένας ἀναμνήσεις. Τὸ ἐκτενέστερον τῶν Διηγημάτων του, τὰ Μνημόσυνά του ὅλα, τὰ Κάστρα, ὁ Ἐρχομὸς τοῦ Γεωργίου Α′ ’ς τὴν Κέρκυρα, Ἡ 25 Μαρτίου 1866, ἕνας Ἥρωας καὶ τέλος τὰ περισσότερα ἰδικά του τὸ ἀποδεικνύουν. Ἀλλὰ δι’ ἡμᾶς οὐδεμίαν ἔχει τοῦτο ἐπιρροήν, ὡς πρὸς τὴν ἀξίαν τοῦ ποιήματος. Καὶ ὁ οἰστρηλατούμενος ἐκ τῶν καθημερινῶν περιστάσεων καὶ ὁ παθαινόµενος ἐν τῇ ἀναπαραστάσει τοῦ παρελθόντος ἔχουσι βεβαίως τὴν αὐτὴν ἀξίαν, ὅταν τὰ θέματά των κατορθώσωσι ν’ ἀποδώσουν καὶ οἱ δύο τόσῳ ζωηρῶς, ὅσῳ τὰ ᾐσθάνθησαν. Δὲν θὰ ἐπεξηγοῦμεν διὰ τοῦτο τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ Ὅρκου, ὅπως ἄλλοι, ἐπικαλούμενοι τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν συγκίνησιν τοῦ συγχρόνου. Συνέτεινεν ἴσως καὶ τοῦτο, ἀλλὰ δὲν εἶνε ὅλον.

Ἡ ὑπόθεσις τοῦ διηγήματος εἶνε πολὺ ἁπλῆ. Ἐκ τῶν παρθένων τῆς Κρήτης κατὰ τὰς φοβερὰς τῆς ἐπαναστάσεως ἡμέρας, ἄλλαι μὲν ἔπεσαν σκοτωμένες, ἄλλαι δὲ ἐτήχτηκαν ἀπὸ τὸν πόνο. Εἰς τὰς τελευταίας ταύτας ἀνήκει ἡ Εὐδοκιά, ἡ ᾑρωῖς περὶ τὰς τύχας τῆς ὁποίας πλέκεται ἡ διήγησις ὅλη. Μετὰ τὴν βιαίαν καταστολὴν τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν εἰρηνικὴν σκλαβιάν, ἡ Εὐδοκιὰ παλινοστεῖ μετὰ τῶν ἄλλων γυναικοπαίδων, μεθ’ ὧν ἐστέναξε πρόσφυξ ἐπὶ ἔτη ὁλόκληρα. Ἀλλ’ εἰς τὴν πατρίδα τὸ πένθος καὶ ἡ ἐρήμωσις τὴν περιμένει. Ὁ πατήρ της εἶχεν ἀποθάνει, ἡ μήτηρ της τὴν εἶχεν ἀκολουθήσει, ὁ δὲ Μάνθος, ὁ ἀγαπητός της ἀρραβωνιαστικός, ἡ μόνη της ἐν τῷ