Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 121.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
121

καὶ εὐσθενοῦς καλλιτέχνου. Ἀνατραφεὶς παιδιόθεν ἐν Κερκύρᾳ καὶ τελειοποιηθείς, ὡς οἱ πλεῖστοι ἑπτανήσιοι, ἐν Ἰταλίᾳ καὶ πάλιν ἐπιστρέψας μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ του εἰς τὴν πατρίδα, ἔζησεν ἐδῶ ὁριστικῶς, τοῦτο ἔχων εὐσυνείδητον μέλημα, πῶς νὰ ἐκδηλώσῃ περιφανέστερον τὸ τάλαντον, οὗτινος τὸν ἐβασάνιζε τὸ σφρῖγος, πῶς νὰ ἐκχύσῃ τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν ᾐσθάνετο πλημμυροῦσαν ἐντός του. Πρὸς τοῦτο δὲν τῷ ἀπέλειψαν αἱ τύχαι καὶ αἱ περιστάσεις. Πλούσιος καὶ ἀνεξάρτητος, ἐν οἰκογενείᾳ πλήρει φιλολογικῶν παραδόσεων, ἐν μέσῳ πλουσίας βιβλιοθήκης, ἐν χώρᾳ πλήρει φυσικῶν θελγήτρων, τὰ ὁποῖα ἐκτρέφουσι καὶ ἀναδεικνύουσι τὴν καλλιτεχνικὴν ψυχήν, ἔζησε καὶ ἐν ἐποχῇ ἰδανικοῦ πράγματι ἐπιζήλου πρὸς ἐθνικωτέραν ἐκδήλωσιν. Ἡ ἕνωσις τῆς Ἑπτανήσου, ὁ κρητικὸς ἀγών, ἡ καταστροφὴ τῶν κερκυραϊκῶν φρουρίων, ἡ ἔλευσις τοῦ βασιλέως Γεωργίου μέχρι τοῦ προσφάτου ἀποκλεισμοῦ, ἦσαν διὰ τὸν Ἰόνιον καὶ διὰ τὸν Ἕλληνα περιστάσεις παλμῶν καὶ συγκινήσεως, καθ’ ἃς αὐτόματοι ὡς εἰπεῖν τοῦ καλλιτέχνου οἱ δάκτυλοι ἔθιξαν τὰς χορδὰς τῆς λύρας καὶ ἀνεδόθη τὸ τεχνικὸν ᾆσμα μεστὸν θέρμης καὶ ἀρρήτου γλυκύτητος. Ἡ παραγωγὴ αὕτη ἡ ποιητικὴ ἀποτελεῖ τὸ κύριον ἔργον καὶ τὴν μόνην ἐν τῷ βίῳ δρᾶσιν τοῦ κ. Μαρκορᾶ. Κατὰ τἆλλα ἡ βιογραφία του εἶνε σύντομος καὶ ἀδιάφορος. Ἰδιώτης ἔζησεν, ἰδιώτης ζῇ. Θέσεις καὶ ἀξιώματα δὲν ἐζήτησε, δὲν ἐδέχθη. Εἰς τὸν πολὺν κόσμον δὲν ἐγνώσθη. Νομικὸν βιβλίον ἀφ’ οὗ ἔλαβε τὸ δίπλωμά του δὲν ἤνοιξε πλέον, οὔτε τὸ ἐπάγγελμά του ἐξήσκησε ποτέ. Ἐνυμφεύθη καὶ ἐχήρευσε. Τὸ στῆθός του δὲν ἐβεβήλωσε παράσημον· δὲν ἐτιμήθη δῆθεν διὰ τῆς ψήφου τῶν συμπολιτῶν του. Δὲν ἠγάπησε τὸν θόρυβον καὶ τὸν κόσμον. Ἔζησε καὶ ζῇ ὡς καλλιτέχνης.[1] Καὶ σήμερον ἀκόμη, γέρων ἀκμαῖος, στιχουργεῖ πάντοτε καὶ διὰ τῶν ὀψιγενῶν ἀλλ’ ὄχι ὀλιγώτερον θερμῶν αὐτοῦ ἔργων τιμᾷ τὰ ἑλληνικὰ περιοδικά, πρὸ πάντων ἀφ’ ὅτου κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος

  1. Αἱ ἑπόμεναι ὀλίγαι λέξεις, ἀποσπασθεῖσαι ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ κ. Μαρκορᾷ, εἶνε ἱκαναὶ νά μας δώσωσιν ἰδέαν καὶ περὶ τῆς μετριοφροσύνης του καὶ τοῦ ὅλως περιωρισμένον καὶ ἡσύχου του βίου. «Δὲν εὕρηκα στὸν τρόπο τῆς ζωῆς μου — μᾶς ἔγραφε — κανένα ἀξιοπαρατήρητο πρᾶμα. Εἶμαι μικρὸς ἰδιοκτήτης· ἀλλὰ ἡ φροντίδες τῆς ἐξοχικῆς μου περιουσίας μοῦ πέρνουν σχεδὸν ὅλο μου τὸν καιρὸ. Δὲ συχνάζω λέσχαις, χοροὺς καὶ μεγάλαις συναναστροφαίς· διαβάζω κανένα βιβλίο et voila tout. Σᾶς φαίνεται ὅτι ἀξίζει ὁ κόπος νὰ γένη λόγος γιὰ πράματα τόσο κοινά;»