Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 060.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
60

δὲν εἶχε κάμει τὸ μισὸ δρόμο ποῦ ἀπὸ μακριὰ τὸν ξαγνάντεψε, ἀναστέναξε, τῆς ἐφάνηκε πῶς ἔβγαλε ἕνα βάρος ἀπὸ τὰ στήθια της, ἐκεῖνος ἤρχουνταν κατ’ ἐπάνω της, μὰ μόλις τὴ σίμωσε παραμέρισε λιγάκι σὰν ἀπὸ σέβας, τὰ μάτια της ἀντίκρυσαν τὰ δικά του, τί ζωντανὰ μάτια, τῆς φάνηκαν πῶς τῆς ’μίλησαν..... Ἀκόμη στὴν ἡμέρα της δὲν εἶδε τέτοια μάτια!

Ἔκαμε δέκα βήματα καὶ ἔτσι τῆς ἦλθε νὰ στρέψῃ πίσω τὸ χρυσὸ της κεφάλι νὰ τὸν ἰδῇ πάλι, γύρισε καὶ τὸν εἶδε, ἐκεῖνος ἔστεκε κατάμεσα ’ς τὸ δρόμο καὶ τὴν κύτταζε ἀκόμη.... Ἀνατρίχιασε, τὸ ῥόδινο πρόσωπό της ἔξαφνα χλώμιανε, ἕνα πρᾶγμα βαρὺ σὰν πέτρα πλάκωσε διὰ μιᾶς τὴν καρδιά της, ἕνας κρυφὸς λογισμὸς ἄρχισε νὰ βασανίζῃ τὸ νοῦ της.

Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὸ ἐργοστάσιο δὲν ἔβγαλε λόγο ἀπὸ τὸ στόμα της.... Ὁ νέος μὲ τὸ σταχτὶ ἐπανωφοράκι, μὲ τὰ γλυκὰ καὶ μαῦρα μάτια ποῦ τῆς φάνηκε πῶς τῆς μίλησαν, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ νοῦ της, δὲν μακρύνουνταν ἀπὸ τὰ μάτια της.

Ὅταν τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἐκείνης ἡμέρας ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο κατὰ τὸ συνηθισμένο μονάχη της, τὸν συνάντησε καὶ πάλι, τὰ γόνατά της τρεμαν, τοῦ βραδιοῦ τὸ σκοτάδι δὲν τὴν ἄφινε νὰ ἰδῆ τὰ μάτια του, μὰ αἰσθάνθηκε τὸ φόρεμά του ἐλαφρὰ ἐλαφρὰ ποῦ ἄγγιξε τὸ δικό της καὶ τὴ φωνή του τρεμουλιαστὴ καὶ ἀδύνατη σὰν κιθάρας φωνὴ μακρυσμένη ποῦ τῆς εἶπε·

— Ἀγάπη μου, μ’ ἐτρέλανες!

Ἡ φωνή της ἐκόλλησε στὰ χείλη της, δὲν μπόρεσε ν’ ἀποκριθῇ!

— Τί ἔχεις, Ἐλενίτσα μου, κ’ εἶνε τὰ μάτια σου θολὰ καὶ χλωμὴ ἡ ὄψι σου; τῆς εἶπε ἡ μάνα της.

— Μοῦ πονάει λίγο τὸ κεφάλι μου.

— Κακὸ νὰ μὴν ἔχῃς, κἄποια θὰ σ’ ἐβάσκανε.

Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποῦ ἡ Ἑλενίτσα ἔκρυβε μυστικὸ ἀπὸ τὴ μάνα της.

IV

Τὸ συναπάντημα ἦτο ταχτικὸ πρωῒ καὶ βράδυ.

Ἀπὸ ταῖς γλυκαῖς ματιαῖς καὶ τὰ τρεμουλιαστὰ καὶ πεταχτὰ στὸ σκοτάδι λόγια ἦρθαν στὰ σιμά, δὲν εὕρισκε πλέον ἡ καρδιά τους παρηγοριὰ μὲ λόγια ποῦ πολλαῖς φοραῖς κομμένα τὰ συνέπαιρνε τὸ ἀγέρι καὶ ἡ ἀπόστασι.

Ἕνας πόθος τοὺς ἔσπρωχνε καὶ τοὺς δυὸ νὰ σφίξουν τὰ χέρια, νὰ ποῦν ὅσα εἶχαν γιὰ τόσο καιρὸ σωριασμένα στὴν καρδιά τους. Δύο τρεῖς βραδυαῖς τὴν ’πῆρε ἀπὸ κοντὰ ἐκεῖνος νὰ τῆς μιλήσῃ πιά, μὰ ἐκείνη ὡς τότε δὲν τὸ ἠθέλησε, τώρα ὅμως αἰσθάνθηκε καὶ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη, εἶχε πολλὰ νὰ τοῦ εἰπῇ, πολλὰ ν’ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἦταν ὤμορφη καὶ ἥσυχη βραδιά, σκοτάδι καὶ λίγοι στὸ δρόμο οἱ διαβάτες· τὴν σίμωσε ἥσυχα ἥσυχα σὰν νἆχι κἄτι νὰ τῆς κλέψῃ, τὸν