Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 059.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
59

θυμία ἐπάνω της. Μερικοὶ τὴν ἀρετή της τὴν ἐνόμιζαν πεῖσμα καὶ οἱ περισσότεροι τὴ σεμνὴ περιφάνεια της τέχνη πλαστή.

Ὁ πειρασμὸς σηκώθηκε στὸ ποδάρι ἐναντίον της κι’ ὁ πόλεμος ἄρχισε γι’ αὐτή!

III

Ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας δρόμο καὶ περισσότετο ἦταν τὸ σπίτι τῆς Ἑλενίτσας μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο καὶ γιὰ νὰ περάσῃ αὐτὸ τὸ διάστημα κάθε πρωῒ καὶ βράδυ ἐκείνη μονάχα τὸ γνωρίζει τί ἄκουγε ἀπὸ τοὺς διαβάταις. Ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ εὐγενῆ λεγόμενο κύριο ὡς τὸν στερνὸ χαμάλη ὅλοι τῆς ἔρριχταν κι’ ἀπὸ ἕνα λόγο: — μ’ ἐτρέλανες, μαυρομμάτα μου. τῆς ἔλεγε ὁ ἕνας περαστά, μ’ ἐζούρλανες, χρυσομάλα μου, ὁ ἄλλος, τῆς πέταγαν φιλιὰ κρυφὰ κι’ ἀνδιάντροπα ἀπ’ ἐδῶ, βρωμερὰ λόγια ἀπ’ ἐκεῖ, τὴν κατασταύρωνε ὅλη αὐτὴ ἡ παλῃανθρωπιὰ τοῦ σαλονιοῦ καὶ τοῦ ὄχλου, τόσο ποῦ τὴν ἔκανε συχνὰ νὰ σκάνῃ τὰ κλάϋματα.

Τὴν πείραζαν γιατί τέτοια εἶνε ἡ μόδα σήμερα κι’ ἀπὸ τἄλλο μέρος γιατὶ τὴν ἔβλεπαν μονάχη καὶ ἀπροστάτευτη στὸ δρόμο της.

Μονάχη ναί, γιατὶ ἀπὸ δύο φοραῖς ποῦ ’πῆρε δυὸ σύντεχναίς της μαζύ της καὶ ταῖς εἶδε νὰ σκάνουν στὰ γέλοια καὶ νὰ ἀποκραίνουνται στὰ βρωμερὰ καὶ πειραχτικὰ λόγια ποῦ τοὺς ἔλεγαν, πήγαινε κ’ ἔφευγε μονάχη της ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο. «Παρὰ μὲ τέτοιαις συντροφιαῖς καλλίτερα μονάχη», ἔλεγε.

Ἕνας μονάχα ποῦ ἀπὸ πολὺ καιρὸ τὴν συναντοῦσε ταχτικὰ τὸ πρωῒ καὶ τὸ βράδυ αὐτὸς μονάχα δὲν τς εἶπε ποτὲ λέξι, δὲν τὴν πείραξε ποτὲ οὔτε μὲ λόγο οὔτε μὲ νόημα, κι’ αὐτὸς τῆς ἔκαμε ἐντύπωσι. Ἀνάμεσα σὲ τόσους εὑρέθηκε ἕνας καλός, ἕνας τίμιος, ἕνας ἠθικὸς ἄνθρωπος. Εἶνε ἀλήθεια πῶς τὴν κύτταζε πάντα στὰ μάτια, μὰ τὴν κύτταζε τόσο γλυκά, μὲ μιὰ τέτοια συμπάθεια ποῦ σὰν νὰ τὴν συμπονοῦσε. Ἦταν ἕνας ὤμορφος νέος, ψηλὸς τ’ ἀνάστημα, καλοντυμένος, εἴκοσι ὡς εἴκοσι δύο χρόνων, μελαγχρινός, μ’ ἕνα λεπτὸ μουστακάκι ἄμεστο ἀκόμη, σκεπασμένος πάντοτε μ’ ἕνα σταχτὶ ἐπανωφοράκι, κουμπωμένο ἀπὸ τὸ λαιμὸ ὡς τὰ γόνατα, πλούσιος, τοῦ συρμοῦ, περήφανος στῆ θέσι του! Τὸν ἔβλεπε πρωῒ καὶ βράδυ τακτικὰ στὸ δρόμο της ἡ ὤμμορφη Ἑλενίτσα καὶ μονάχη της ἀποροῦσε πῶς τόση τακτικὰ τὸν ἔβλεπε. Αὐτὸ τὸ τακτικὸ τῆς κέντησε τὴν περιέργεια.... Μίαν ἡμέρα πρὶν ἀκόμη βγῇ ἀπὸ τὸ σπίτι της τῆς ἦλθε στὸ νοῦ ὁ μελαγχρινὸς νέος, ἐνόμιζε πῶς ἐκείνη τὴν ἡμέρα δὲν θὰ τὸν συναντοῦσε, δὲν θὰ τὸν ἔβλεπε καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ αἰσθάνθηκε μιὰ κρυφὴ λύπη. Τὸν ἐσυνήθισε νὰ τὸν βλέπῃ τακτικά, ἀνάμεσα σὲ τόσους καὶ τόσους βρωμερούς, καθὼς τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνος τῆς φαίνουνταν μιὰ παρηγοριά, ἔπειτα δὲν ἦταν οὔτε μιὰ οὔτε δυὸ ’μέραις ποῦ τὸν ἔβλεπε, ἦταν ἕνας μῆνας καὶ περισσότερο. Μ’ αὐτὴ τὴν πεποίθησι πῶς δὲν θὰ τὸν ἰδῇ τὴν ἡμέρα ἐκείνη βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι της· μὰ