Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 044.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
44

νειαν, ὡς τόσαι ἄλλαι, ἃς ἔγραψεν ἐν τῇ φυλακῇ ἐφείλκυσαν τὴν γενικὴν τῶν ἀνθρώπων συμπάθειαν. Ἡ εὐγλωττία καὶ ἡ ψυχολογικὴ ἀνάλυσις, αἱ χαρακτηρίζουσαι τὰ γραφόμενά της, ἀνάγουσιν αὐτὴν εἰς περιωπὴν φιλοσόφου καὶ συγγραφέως ὅστις ἀνέγνωσε τὰ ἐπιστολάς της καὶ τὴν καθημερινήν της ἐφημερίδα ἐν ᾗ κατέγραφε τὰς ἐντυπώσεις αὐτῆς καὶ τὰ συναισθήματα, ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Κα Weiss γράφει τόσῳ καλὰ ὅσον ἡ Mme Lafarge, ἐπίσης γλαφυρὰ ὡς ἡ Georges Sand.

Φωραθείσης τῆς κατὰ τοῦ συζύγου της φαρμακείας ῥίπτουσιν αὐτὴν εἰς τὰς φυλακάς, ὅπου μανθάνει μετ’ οὐ πολὺ τὴν αὐτοκτονίαν τοῦ συνενόχου καὶ ἐραστοῦ της. Τὸ θλιβερὸν τοῦτο ἄγγελμα ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ἐκ τῆς μετὰ τοῦ Roques ἀθεμίτου σχέσεως θυγατρίου της. Ἀπολέσασαι οὕτω τὰ δύο ταῦτα τῆς ἀγάπης της ἀντικείμενα, ἐσκέφθη νὰ ἀποθάνῃ.» Εἰξεύρω ὅτι ἡ καρδία ἔχει ψυγῇ, ὅτι ἀπεμονώθην καὶ ὅτι δὲν δύναμαι νὰ βαδίζω μόνη ἐν τῇ ζωῇ. Ἔχω ἀνάγκην προσφιλοῦς ὄντος. Καὶ ὁ βραχίων καὶ ἡ καρδία μου εἶνε πλέον κενά. Οὐδεὶς πλέον μὲ ἀγαπᾷ. Οὔτε οἰκίαν ἔχω πλέον οὔτε σύζυγον οὔτε ψυχήν. Ἀνήκω εἰς τὸν θάνατον.» Ὁποία αἰσθηματικὴ λογική!

Εἶχεν, ὡς φαίνεται, λεπτὸν ἔνστικτον ἡ Κα Weiss, ἦτο ὀξεῖα, εὐπαίδευτος, ἀλλ’ εὐμετάβλητος ἢ μᾶλλον ἄστατος, ὁ δὲ θετικὸς νόμος καθείργνυεν αὐτὴν ἐντὸς καθήκοντος, θελκτικοῦ ἴσως δι’ ἄλλους, ἀφορήτου ὅμως αὐτῇ. Μετὰ παραφορὰν εἰλικρινῆ μέχρι σκληρότητος ἠκολούθησε τὴν ἀναπτυσσομένην κλίσιν της, λησμονοῦσα πᾶν ὅ,τι δὲν ἦτο τὸ μέλλον ἐλεύθερον κωλυμάτων καὶ θυσιάζουσοι μετὰ τοῦ ἀμειλίχου ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς τερατώδους ἀσυνειδησίας τῶν παθημάτων ὄντων καὶ τῶν νευροπαθῶν τοῦ ἔρωτος πᾶν ὅ,τι ἠνώχλει τὸν ἔρωτά της. Καὶ ἐκτίθησι πάντα ταῦτα ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς της, ὄχι ὡς θὰ ἐπράττομεν τοῦτο οἱ δημοσιογράφοι, οἵτινες παρατηροῦμεν τὰ συμβαίνοντα μετὰ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀδιαφορίας, εἰς ἃς ῥίπτει ἀναγκαίως ἡ συνήθεια, ἀλλὰ μετὰ τρικυμίας ψυχῆς παλλομένης, καὶ πλημμυρούσης ἐξ ἔρωτος καὶ ὅτε ἔτι ὁ ἐραστὴς δὲν ὑπάρχει ἐν τῇ ζωῇ. Φωνάζει τὴν θλῖψίν της, τοὺς πόθους της, τὰς τύψεις τῆς συνειδήσεώς της καὶ ὅταν ἀναγινώσκῃ τις ὅσα τῇ ὑπηγόρευσε τὸ κατέχον αὐτὴν δαιμόνιον, ἐρωτᾷ ἑαυτὸν, ἐὰν θὰ τὴν κατεδίκαζεν, ὢν τυχὸν ἔνορκος δικαστής. Ἀλλ’ ὅταν αἴφνης ἐνθυμηθῇ τις, ὅτι ἡ γυνὴ αὐτὴ εἶχε δύο τέκνα. Λέγομεν εἶχε, διότι τῇ εἶχον ἀφαιρεθῇ. Καίπερ μὴ γεγραμμένον ἐντὸς τῶν κωδίκων, εἶναι ἀληθῶς δίκαιον, ὥστε αἱ μητέρες νὰ χάνωσιν ἐπαξίως τὰ ἐκ τῶν σπλάγχνων των ἐκπορευόμενα μικρὰ ὄντα, ἀφοῦ αἱ μικραί των χεῖρες δὲν