Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 407.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
407

δαίμονος ἠρνήθη προφασιζόμενος ἀσθένειαν. Οἱ πρέσβεις τότε τοῦ βασιλέως ἀπετάθησαν πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς πόλεως, αἵτινες ἠνάγκασαν τὸν Ἰωάννην Ματθαῖον νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν του.

Ὅθεν ἑκὼν ἄκων ὁ πρώην ἀγρότης μετέβη εἰς Παρισίους, προσεπάθησε δὲ νὰ ἐκλιπαρήσῃ τὸν βασιλέα ὅπως εἰ δυνατὸν ἀποφύγῃ τὴν ἐπικίνδυνον δοκιμασίαν. Εἶπεν αὐτῷ ὅτι ναὶ μὲν ἄλλοτε ἐθεράπευσε δαιμονιῶντας, ἀλλὰ ὅλα τὰ τοιαῦτα πάθη δὲν ἦσαν θεραπεύσιμα· ὅτι ἰδιαζόντως τὸ τῆς θυγατρός του ἦτο δεινὸν καὶ δὲν ἴσχυον κατ’ αὐτοῦ ἐξορκισμοὶ καὶ βασκανεῖαι· ὅτι ὑπακούων εἰς τὴν βασιλικὴν προσταγὴν θὰ ἀπεπειρᾶτο νὰ θεραπεύσῃ τὴν πάσχουσαν, παρεκάλει ὅμως νὰ τύχῃ συγγνώμης ἂν ἡ ἀπόπειρα του ἤθελεν ἀποτύχει. Ὁ βασιλεὺς ὅμως ἀποδίδων εἰς κακὴν θέλησιν τὰς προφάσεις του ἐδήλωσεν αὐτῷ ῥητῶς ὅτι ἐν περιπτώσει ἀποτυχίας ἤθελε τὸν ἀπαγχονίσει. Ὁ ταλαίπωρος χωρικὸς ἠθέλησε τότε νὰ ἴδῃ τὴν κόρην διὰ νὰ ἐπικαλεσθῇ κρυφίως τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ δαίμονος, διὸ πλησιάσα· παρέστησεν αὐτῷ τὴν δεινήν του ἀμηχανίαν, ὑπέμνησε τὰς ἐκδουλεύσεις του καὶ τὸν καθικέτευσε νὰ φύγῃ ἀπὸ τῆς κόρης διὰ νὰ σωθῇ αὐτός. Ἀλλ’ ὁ Ροδερῖγος ἦτο ἀδυσώπητος. « — Ἀχρεῖε! ἀνεφώνησε μετὰ τριγμοῦ ὀδόντων, διατί ἐτόλμησες νὰ ἔλθῃς πάλιν ἐνώπιόν μου; δὲν σ’ ἐπλούτισα ἀρκετά; Θὰ σὲ κάμω νὰ ἰδῇς ποῖος εἶμαι καὶ θὰ συνεργήσω νὰ κρεμασθῇς γρήγορα!»

Ἐν τοιαύτῃ φρικτῇ ἀμηχανίᾳ διατελῶν ἐσκέφθη νὰ καταφύγῃ εἰς τέχνασμά τι ὅπως σωθῇ. Εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα ὅτι τὸ βασανίζον τὴν θυγατέρα του πονηρὸν πνεῦμα ἦτο ἐκ τῶν φοβερωτάτων καὶ ὅτι αἱ εὐχαὶ καὶ οἱ ἐξορκισμοὶ δὲν ἴσχυον· ἓν μόνον ὑπελείπετο τελευταῖον πείραμα, ἄλλα πρὸς τοῦτο ἦτο ἀνάγκη νὰ γίνῃ ὅ,τι αὐτὸς ἤθελεν ὑπαγορεύσει. Εἶπε λοιπὸν νὰ στηθῇ ἐπὶ τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας μεγάλη ἐξέδρα ἐστολισμένη μὲ παραπετάσματα, ἐφ’ ἧς νὰ συναχθῶσι μετὰ τοῦ βασιλέως πάντες οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγιστᾶνες τοῦ βασιλείου μὲ πολυτελεῖς στολὰς καὶ ὁ κλῆρος μὲ πολύτιμα ἄμφια ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐξέδρας νὰ ἐνεργῇ θυσιαστήριον· τὴν Κυριακὴν μετὰ τὴν τελετὴν ἐπισήμου λειτουργίας νὰ ἀχθῇ ἐπὶ τῆς ἐξέδρας ἡ πάσχουσα. Εἰς μίαν γωνίαν τῆς πλατείας ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ ὁμὰς ἐξ εἴκοσι τοὐλάχιστον μουσικῶν φερόντων τύμπανα, σάλπιγγας, κύμβαλα καὶ ἄλλα θορυβώδη ὄργανα, οἵτινες, μόλις αὐτὸς ἀπὸ τῆς ἐξέδρας

ἤθελε δώσει τὸ σύνθημα ἀφαιρῶν τὸν πῖλόν του, ν’ ἀρχίσωσι θορυβώδη συμφωνίαν προχωροῦντες ταυτοχρόνως πρὸς τὴν ἐξέδραν.