Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 404.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
404

νυμφίος οὐδὲν ἠθέλησε νὰ παραλείψῃ, ἐκ κενοδοξίας, ὡς πεπτωκὼς ἀρχάγγελος, καὶ τὸ χειρότερον, ἐπειδὴ ἦτο ὑποκείμενος εἰς ὅλα τὰ γήϊνα πάθη, ἐγένετο ἐρωτόληπτος πρὸς τὴν σύζυγον του.

Ἀλλ’ ἡ κυρία Ὁνέστα ἦτο δυστυχῶς χαρακτῆρος δυστρόπου καὶ ὑπεροπτικοῦ, βλέπουσα δὲ τὴν πρὸς αὐτὴν κλίσιν τοῦ συζύγου της ἐγένετο χειροτέρα. Εἶχεν ἀπαιτήσεις ἀνυποφόρους, ἐφέρετο πρὸς αὐτὸν σκαιῶς, ἐπέβαλλεν ἐπιτακτικῶς τὰς θελήσεις της καὶ ὁσάκις τῇ ἠρνεῖτο τι, τὸν ἐπέπληττεν αὐστηρῶς καὶ τὸν ὕβριζεν. Ὁ Ροδερῖγος ὑπέμενε τὰ πάντα ὡς ἐρωτευμένος ἀλλ’ ἐν τοσούτῳ ἤρχισαν νὰ γίνωνται μεγάλαι. Ἐδέησε νὰ βοηθήσῃ τὸν πενθερόν του ὅπως νυμφεύσῃ καὶ τὰς ἄλλας του θυγατέρας διὰ νὰ μὴ μείνωσι δὲ παραπονεμένοι καὶ οἱ γυναικαδελφοί του, ἔπεμψε τὸν ἕνα ἐξ αὐτῶν μὲ ἐμπορεύματα εἰς τὴν Ἀνατολήν, τοῦ δὲ ἑτέρου ἤνοιξεν ἓν χρυσοχοεῖον εἰς Φλωρεντίαν. Ἀλλ’ αἱ θυσίαι αὗται δὲν ἐμάλαξαν τὴν σκληροκάρδιον Ὁνέσταν, ἥτις ἐξηκολούθει νὰ σπαταλᾷ καὶ ν’ ἀσωτεύῃ. Κατὰ τὰς Ἀπόκρεω ἢ κατὰ τὰς ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐδαπάνα ἀφειδῶς εἰς χοροὺς καὶ πολυτελεῖς πανηγύρεις· ὁμοῦ δὲ μὲ τὴν σπατάλην ἔβαινε προϊοῦσα καὶ ἡ δυστροπία της ἥτις ἔφθασεν εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε οὐδεὶς ὑπηρέτης ἠδύνατο νὰ μένῃ εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ὁ ἀτυχὴς σύζυγος δὲν εἶχε πλέον κανένα ἐμπιστευμένον διὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσῃ τὸν πόνον του καὶ ν’ ἀνακουφίζηται, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ οἱ δαίμονες μὴ ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τῆς συζύγου του ἐδραπεύτευσαν ἀνὰ εἷς καί ἐπέστρεψαν εἰς τὰ καταχθόνια, προτιμῶντες τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τοιαύτης γυναικός.

Μετὰ τοιοῦτον βίον τὸ ἀναπόφευκτον ἀποτέλεσμα δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐπέλθῃ καὶ ἡ ἔνδεια ἤρχισε νὰ κρούῃ τὴν θύραν τοῦ πρώην πολυταλάντου Καστιλλιανοῦ. Ὁ Ροδερῖγος, ἀφοῦ ἐδαπάνησε τὰ χρήματά του ἤρχισε νὰ ζῇ μὲ ἐλπίδας καὶ μὲ δάνεια καὶ ἐπειδὴ ταῦτα ἐπανελήφθησαν συχνά, ἐγένετο γνωστὸς εἰς ὅλους τοὺς τοκογλύφους τῆς Φλωρεντίας. Ὁ Ροδερῖγος ἤλπιζεν ἐκ τῶν χρημάτων, ἅτινα εἶχε δώσει πρὸς τοὺς γυναικαδέλφους του, ἀλλ’ αἴφνης ἐγνώσθη ὅτι εἷς ἐξ αὐτῶν, ὁ ἐν τῇ Ἀνατολῇ εὑρισκόμενος, ἀπώλεσεν εἰς τὸ παιγνίδιον πᾶσαν αὐτοῦ τὴν περιουσίαν καὶ πάλιν μετ’ ὀλίγον ὅτι ὁ ἕτερος ἐρχόμενος μὲ φορτίον ἐμπορευμάτων ἐναυάγησεν, ἀπολέσας ὁλόκληρον τὸ φορτίον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀμελήσει ν’ἀσφαλίσῃ. Οἱ δανεισταὶ πάραυτα συνῆλθον, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἰσέτι δὲν εἶχε λήξει ἡ προθεσμία τῆς πληρωμῆς ἀπεφάσισαν νὰ τὸν ἐπιβλέπωσιν ἀγρύπνως μὴ δραπετεύσῃ.