περιδέραιον· ἔζησα τόσον εὐτυχεῖς ἡμέρας ἐδῶ, ὥστε φαίνεταί μοι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὡς ποιητικὸν γλυκύτατον ὄνειρον, τὸ ὁποῖον θὰ λύσῃ αὔριον ἡ εἰς τὴν πραγματικότητα ἐξέγερσις.
— Πολὺ ποιητής!… εἶπεν ὁ κ. Ἀναστασιάδης, χαριεντιζόμενος.
— Εὖγε, Θεσσαλονίκη! ἐψιθύρισε ταὐτοχρόνως ὁ ἰατρός, μειδιῶν καὶ θωπεύων τὴν ὡραίαν μέλαιναν γενειάδα του, ἥτις καθίστα μεγαλοπρεπέστερον τὶ ὑψηλὸν αὐτοῦ ἀνάστημα. Μετὰ μικρὸν δὲ ἀποτεινόμενος πρός με:
— Σᾶς παρεσκεύασα, προσέθηκε, μίαν πολὺ ὡραίαν ἔκπληξιν, ἥτις θὰ ἦνε ἐκ τῶν στιλπνοτέρων μαργαριτῶν τοῦ περιδεραίου τῶν ἀναμνήσεών σας.
Ὁ ἰατρὸς ὡμίλει ἐν τοιούτῳ τόνῳ φωνῆς, ὥστε ἐκίνησε ζωηρῶς τὴν περιέργειαν ἐμοῦ καὶ τοῦ κ. Ἀναστασιάδου,
— Εὐχαριστῶ πολύ, ἰατρέ, ὑπέλαβεν. Ἔχω ἄπληστον τὴν περιέργειαν καὶ εἶμαι ἕτοιμος εἰς τὴν διάθεσίν σας καὶ πάλιν, ἀφοῦ δὲν κουράζεσθε νὰ μὲ περιποιῆσθε.
— Ἀλλ’ ἐγὼ σχεδὸν οὐδὲν ἔκαμα διὰ σᾶς ἀκόμη.... εἶπέ μοι μετριοφρόνως καὶ οἱονεὶ λησμονῶν καὶ διαμαρτυρόμενος.
— Ἄφετε ἐν ταύταις αὐτά, προσέθηκε μετὰ στιγμήν, καὶ ἀκούσατε. Πιστεύετε εἰς τὸν ὑπνωτισμόν;
— Ὑ-πνω-τι-σμόν!.... ἐφώνησα μετὰ τόνου βραδέως καὶ συγκοπτομένου μειδιῶν καὶ ἐκπληττόμενος διὰ τὴν ὅλως ἀπρόοπτον καὶ παράδοξον ἐρώτησιν, ἐν ᾧ ὁ κ. Ἀναστασιάδης, τρώγων περίφημα φιστίκια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνέσπα τὰς ὀφρῦς καὶ ἠτένιζεν αὐτὸν μετ’ ἀπορίας.
— Μάλιστα, φίλτατοι, καὶ μὴ ἐκπλήττεσθε. Ὑπνωτισμόν, εἶπεν, τὸν λεγόμενον ζωϊκὸν μαγνητισμόν.
— Ὁποῖον θέμα καὶ ζήτημα, ἐξηκολούθησα μετὰ τοῦ αὐτοῦ ὕφους, ἀπὸ τοῦ Μεσμέρου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας!… Καὶ ἂν δὲν πιστεύω;
— Δὲν πειράζει· θὰ ἴδετε καὶ θὰ πιστεύσετε! εἶπε μετὰ θετικότητος καὶ αὐθεντίας ὁ ἰατρός.
— Πῶς; πότε; ποῦ!.... ἠρώτησα εὐθὺς καὶ μετὰ σπουδῆς.
Ὁ ἰατρὸς τότε ἐδιηγήθη περίεργον ἱστορίαν πελάτιδος αὐ-