Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 379.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
379

λεῶς εἷς οἰνοπώλης διότι τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν παρέθετεν οἶνον εἰς τοὺς πελάτας του, ἕνα κουνοῦπι εἶχε τὴν ἀπάνθρωπον ἰδέαν ν’ αὐτοκτονήσῃ ἐντὸς τοῦ οἴνου… Ἄλλοτε πάλιν κλπ. Τὸ κουνοῦπι λοιπὸν αὐτὸ ἦλθεν ἄνωθεν ἡμῶν καὶ ἔψαλλεν… ὦ ἀναμφιβόλως ἔψαλλε τὸν ἔρωτά μσς. Ὀρφεὺς κρούων τὴν λύραν του. Ἀλλὰ δὲν ἐστάθη ἕως ἐδῶ· ἔκαμε δύο κύκλους πέριξ ἡμῶν ἐπέταξε διὰ μιᾶς καὶ αἴφνης ἐκάθισεν εἰς τὸ μέτωπον τοῦ συζύγου. Καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς ἀνεμνήσθην αὐτομάτως τοῦ αἰσωπείου μύθου:

«Κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοὸς ἐκαθέζετο καὶ ηὔλει»

Εὑρισκόμην εἰς τὸ τρυφερώτερον σημεῖον τῆς ἐρωτικῆς ἐκείνης ἐκστρατείας. Μεθυσκόμενος ὑπὸ τῆς ἀρωματῴδους ἀτμοσφαίρας, ἔτι δὲ μᾶλλον ὑπὸ τῶν μεθυστικωτέρων βλεμμάτων της, ἐπροχώρησα ἓν ἔτι βῆμα… Ἄέ ἐκεῖνα τὰ χείλη της τὰ ἔμπλεα ἡδυπαθείας καὶ καμπανίτου!… Ἀπέσταζον τόσην γλυκύτητα, γλυκύτερα καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἁμαρτίας… ὅτε αἴφνης ὁ σύζυγος ἐκινήθη καὶ ἔφερε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ μετώπου, ὡς νὰ ἀπεδίωκε κακόν τι ὄνειρον, ἀπαίσιόν τινα ἐφιάλτην, ἢ ὡς νὰ προσεπάθει νὰ ἀποδιώξῃ δεινὸν ὅπερ ἠπείλει… τὸ μέτωπόν του!

Οἴμοι! Ἐκινήθη ἐκεῖνος καὶ ὠπισθοχώρησα κ’ ἐγώ. Τὸ φρούριον δὲν ἦλο εὐάλωτον ἀκόμη… Ἐκινήθη, ἄλλα δὲν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὸ κουνοῦπι ἐπέταξε φλυαροῦν εἰς τὸν ἀέρα. Τί ἐφλυάρει τάχα; Ὁ κίνδυνος εἶχε παρέλθει.

Ἐλευθερίτσα, μὲ ἀγαπᾷς; … Ὄχι! — Διατί; — Διότι εἶσαι προδότης. — Ἐγώ, ἀγάπη μου; — Σύ! — Ὤ! ἂν ἤξευρες πόσα δάκρυα, πόσους στεναγμούς, πόσας θλίψεις ὑπέφερα ἐξ αἰτίας σου.

Ἐσιώπησεν ἐκείνη Θεὲ μου! τί παρήγορος σιωπή!… καὶ ἐπλησίασα πάλιν ἐγώ.

Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνὰ, ἐψιθύριζεν ὁ ἄνεμος καὶ ὁ σύζυγος ἐκοιμᾶτο πάντοτε…

Ὅτε, αἴφνης… τὸ κουνοῦπι ἐκεῖνο…

Δὲν εἶδα ἀπεχθέστερον καὶ μοχθηρότερον καὶ πονηρότερον καὶ αἰσχρότερον κουνοῦπι. Αὐτὸ τὸ κουνοῦπι ἦτο ἀναμφιβόλως ὁ πατήρ της μετεμψυχωμένος καὶ ἕτοιμος πάλιν νὰ μὲ ραπίσῃ… ἦτο ὁ θεῖος της ἕτοιμος νὰ μοῦ ἀνοίξῃ τὴν μύτη. Ἦτο ὁ κακός της δαίμων ὅστις ἐμίσει τὴν εὐτυχίαν μου… ἢ καλός τις δαίμων προστάτης τοῦ συζύγου… Τέλος πάντων, αὐτὸ το κουνοῦπι μᾶς ἔγεινε… κουνοῦπι!!