Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 378.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
378

της, τὰ κοράλλινα ἐκεῖνα χείλη της πορφυρούμενα βαθέως. Ὁ σύζυγός της μετ’ ὀλίγον ἐκλελυμένος ἀπεκοιμήθη. Ὅταν ἐμείναμεν μόνοι, μακρὰ σιωπὴ ἐπηκολούθησε. Γοητευόμενος ἐκ τῆς προσεγγίσεώς της, μυθυσκόμενος ὑπὸ τῶν βλεμμάτων της, τὴν ἐθεώρουν ἐν ἐκστάσει… Τί εἰδυλλιακὴ σκηνή! Ὁ ἥλιος ἔλαμπεν ἄνωθεν ἡμῶν εἰπέρ ποτε ὡραῖος.

Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνὰ, ἐψιθύριζον τὰ δένδρα καὶ ὁ ἄνεμος ἐθώπευεν ἡδέως τὴν ὡραίαν κόμην της… Ὅλα συνώμνυον διὰ νὰ κολάσωσι τὴν ψυχήν μου… Ἂν ἠδυνάμην τουλάχιστον νά.....!... Ἐξέπεμψα βαθὺν στεναγμὸν… — Τί συλλογίζεσαι; μὲ ἠρώτησεν. — Ἐνθυμοῦμαι. — Τί ἐνθυμεῖσαι; — Τὴν ἐποχὴν καθ’ ἣν σὲ ἠγάπων. — Ὦ ναί, μὲ ἠγάπας τότε! — .... Μήσως καὶ τώρα δὲν σὲ ἀγαπῶ — Ἆ! — Μήπως ἀμφιβάλλεις ἄγγελέ μου;… Ποίαν ἀπόδειξιν θέλεις;.. Ἐσιώπησεν ἐκείνη καὶ προσήγγισα πρὸς αὐτὴν ἐγώ.

Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνά, ἐψιθύριζον τὰ δένδρα καὶ ὁ ἄνεμος ἐθώπευε τὴν ὡραίαν κόμην της. — Διατί σιωπᾶς Ἐλευθερία; — Ἀλλὰ τί νὰ εἴπω; — Ὅτι μὲ ἀγαπᾷς. — Δὲν ἀγαπῶ πλέον κανένα — Οὔτε ἐμέ;

Ἡ γυνὴ ἠρυθρίασεν ἀλλὰ δὲν ἀπεκρίθη. Δὲν ἀπεκρίθη ἐκείνη καὶ ἐγὼ ἐπλησίασα περισσότερον.

Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνά, ἐψιθύριζον τὰ δένδρα καὶ ὁ ἄνεμος ἑθώπευε τὴν ὡραίαν κόμην της καὶ ὁ σύζυγός της ἐκοιμᾶτο πάντοτε.

Αἴφνης, ἕνα κουνοῦπι… Γνωρίζετε τὰ κουνούπια; Πτερωτόν τι τέρας μὲ ἀνάστημα νάννου καὶ φωνὴν γίγαντος. Τιτὰν καὶ πυγμαῖος, ἔντομον, πτηνόν, τζίτζικας συγχρόνως καὶ σφήκα. Σκορπιός, ἀηδόνι, γεράκι, μαϊμοῦ, ἀετός, λύκος, ὀχιά, ἀλεποῦ, βάτραχος, τσακάλι, λεοντάρι, καναρίνι.... ὄχι τοῦ Νικολάρα. Ψάλλει, ὀγκᾶται, κελαϊδεῖ, κεντρίζει, δαγκάνει, πετᾶ, τρέχει, ἀφανίζει, ξεσχίζει, τρελλαίνει.

Ὦ ἐντομοκτόνος τοῦ Κατσάρη κόνις! Ἐπάκουσον τῶν δεήσεών μου καὶ μὴ ἀφίσῃς κανένα κουνοῦπι ζωντανὸ εἰς τὸν αἰῶνα τῶν αἰώνων. Ἀμήν…

Ἀπὸ τὰ κουνούπια ἐδυστύχησαν ἄνθρωποι, προεκλήθησαν ἔριδες, ἐπῆλθον διαζύγια καὶ ἀνεστατώθησαν ὁλόκληροι πόλεις. Εἰς μίαν πόλιν ἔπεσαν κἄποτε τόσα κουνούπια, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ἐκμανέντες διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν ἥτις τὰ προεκάλεσεν ἐξυλοκόπησαν τὸν δήμαρχον. Μάλιστα, κύριοι. Ἄλλοτε δὲ εἷς φίλος μου ἐχώρισε τὴν γυναῖκα του, διότι ἐνοχλουμένη ἀπὸ ἕνα κουνοῦπι, ἐκτύπησε τὸν ἀέρα καί κατὰ λᾶθος ἐπαραπῆρε τὸ χέρι της καὶ ἐρράπισε τὸν σύζυγον της. Ἄλλοτε πάλιν ἐδάρη ἀνη-