Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 377.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
377

προεξέχουσαν γαστέρα, μὲ φουσκωμένους πόδας καὶ μὲ φυσιογνωμίαν ἀγαθοῦ βοϊδιοῦ συνειθισμένου εἰς τὸ ἄροτρον πρὸ πολλοῦ. Τοὺς πλησιάζω μετὰ σπουδῆς. — Βασιλάκη! — Κυρία Ἐλευθερία! — Πόθεν ἐπέσατε μπροστά μας; — Ἀπὸ τοὺς οὐρανούς — Καὶ εἶναι κατάστασις αὐτὴ νὰ μὴ σᾶς ἰδοῦμεν τόσον καιρόν.. — Ἂχ κυρία Ἐλευθερία… ἐταξείδευον. Συγκινήσεις τινὲς μοὶ ἐπέφερον μελαγχολίαν ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἰατροὺς ἔπρεπε νὰ διασκεδασθῇ διὰ τῶν ταξειδίων. — Καὶ ποῦ; — Εἰς τὰς Ἰνδίας… ὡραῖος τόπος· ἐκεῖ τουλάχιστον οἱ πατέρες καὶ οἱ θεῖοι ἔχουσι ἔχουσι τὴν χεῖρα πολὺ ἐλαφράν. Ἐν τούτοις ὁ κοντόχονδρος ἀνὴρ δὲν ὡμίλει ποσῶς καὶ ἡ κυρία Ἐλευθερία ἐφαίνετο ὅτι τὸν εἶχε λησμονήσει. — Καὶ ὁ κύριος; ἠρώτησα. — Ἆ! εἶναι ὁ σύζυγός μου!

Νὰ σᾶς εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν ἐλυπήθην ὅτι ἐπροτίμησε νὰ ὑπανδρευθῇ ἀντὶ νὰ ἀποθάνῃ. Ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ Ἆ! μὲ ἐπαρηγόρησε. Ἆ ἐκεῖνο τὸ ἆ! ἔλεγε πολλά. Τὸν παρετήρησα ἐπί τινας στιγμας. Ἡ Ἐλευθερία ἀκαριαίως μοὶ διηγήθη τὴν ἱστορίαν της. Ὁ σύζυγός της εἶναι πρῴην… πρῴην ἔμπορος λουκανίκων, τὰ κατεσκεύαζαν ἄλλοι δηλ. καὶ τα ἐπώλει αὐτός… Τώρα ἐπλούτησε, ἀπεσύρθη καὶ ζῶσιν εὐτυχεῖς. Ἄνθρωπος καλόγνωμος, κτηματίας καὶ χριστιανὸς ὀρθόδοξος. Ἀλλ’ ἓν ἐλάττωμα ἔχει. Κοιμᾶται πολὺ συχνά. Κοιμᾶται ὅταν ἀναγινώσκει καὶ ὅταν τῷ ὁμιλῶσιν καὶ ὅταν εἶναι εἰς τὸ θέατρον καὶ ὅταν εἶναι εἰς τὸ καφφενεῖον καὶ ὅταν κάθηται καὶ ὅταν περιπατῇ… Κοιμᾶται ἀκόμη τὸ βράδυ… καὶ ὅταν πέφτει νὰ κοιμηθῇ! Κοιμᾶται ἀμέσως, εὐθύς, παραχρῆμα!… Ἆ ἡ καϋμένη ἡ Ἐλευθερία εἶναι καταφουρκισμένη. Ἐν τούτοις τὴν ἐπαρηγόρησα. Ἔχει πολὺ ἄδικον· ἡ Ἐλευθερία ἔπρεπε νὰ τῷ ὀφείλῃ εὐγνωμοσύνην ἀφοῦ ὁ σύζυγός της κρατεῖ πάντοτε κλειστὰ τὰ μάτια. Μετ’ ὀλίγον τοὺς ἀπεχαιρέτησα, ἀφοῦ τοὺς ὑπεσχέθην νὰ συγγευματίσω μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν ἐξοχήν των… Ἡ Ἐλευθερία μοὶ τὸ ἐπανέλαβε δεκάκις — Μὴ τὸ λησμονήσῃς! Δὲν τὸ ἐλησμόνησα. Μετέβην χθές… Ὦ Ζεῦ καὶ Ἄπολλον καὶ Ἥφαιστε καὶ Σαβαὼθ καὶ Ἀλλὰχ καὶ Βισνοὺ καὶ Σίβα, ὅλοι οἱ Θεοὶ ἀνακατωμένοι… τί τρομερὰ ἡμέρα!

Ἐστρώσαμεν τὸ τραπέζι κάτωθεν πυκνοφύλλων δένδρων, τὰ ὁποῖα μᾶς προεφύλαττον ἀπὸ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀδιακρίτων βλεμμάτων. Κάτωθεν ἡ χλόη μᾶς ἐχρησίμευσεν ὡς τάπης. Ὁ ἀνὴρ ἔπινε πολύ, ἡ γυνὴ ἔτρωγεν ὀλίγον καὶ ἐγὼ οὔτε ἔτρωγον οὔτε ἔπινον. Ἔβλεπον τὸν σύζυγον, τοῦ ὁποίου οἱ ὀφθαλμοὶ ἐκλείοντο ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐν τῇ ἡδείᾳ μακαριότητι τῆς λαμπρᾶς ἐκείνης ἀπολαύσεως, καὶ τὴν σύζυγον, τῆς ὁποίας αἱ ὠχραὶ παρειαὶ ἐβάφοντο ἀπὸ ἐλαφρὸν ἐρύθημα καὶ τὰ χείλη