Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 376.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
376

εὐχῶν σας! Ἐξαίσια! Ὅλοι περίφημα… Καλά, καλά… Μπᾶ κακὸ χρόνο νάχετε!

Ἐκυκλοφόρησε μάλιστα σκολιόν τι δίστιχον κακοβούλου τινός, τὸ ὁποῖον ἐτραγῴδουν εἰρωνικῶς, ὁπόταν διηρχόμην:

Κυττᾶτε τὸν καϋμένο τὸ Βασίλη, πῶς ’στραβώθη!
τὴν εἶδ’ ὁ μαῦρος τὴν Ἐλευθερίαν καὶ ’σκλαβώθη!

Δύω ἡμέρας μετὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς φίλης μου λαμβάνω πρόσκλησιν παρὰ τοῦ πατρὸς της. Ὅταν μετέβην εἰς τὸ σπῆτι της, ὑπῆρχεν οἰκογενειακὸν συμβούλιον. Ἅμα εἰσῆλθον ἠγέρθησαν ὅλοι σοβαροὶ καὶ ἐπιβάλλοντες, εἷς δὲ τούτων, ὁ πατὴρ τῆς νέας μὲ ἐπλησίασε σοβαρῶς καὶ μοὶ ἔκαμε προφορικὴν ἀνακοίνωσιν εἰς ὕφος τελεσιγράφου. — Τὴν πέρνεις, ἢ δὲν τὴν πέρνεις; — Μὰ δηλαδὴ νὰ ἰδῶ… ὁ πατέρας μου… ἡ μητέρα μου, ἐψιθύρισα συγκεχυμένως. Δὲν ἐπρόφθασα μοῦ νὰ εἰπῶ κ’ ἕνας μπάτσος ἀνάβει. Τὰ μάτια μου ἄστραψαν· ὁ μέλλων πενθερός μου εἶχε παρὰ πολὺ βαρὺ τὸ χέρι. Πρὶν ἀκόμη συνέλθω δεύτερος κύριος πλησιάζει. Θὰ ἦτο ἀναμφιβόλως ὁ θεῖος της. — Ἄτιμε! μοῦ λέγει, θέλεις νὰ πεθάνῃς τὸ κορίτσι; Καὶ μοῦ δίδει μπάτσον ἰσχυρότερον τοῦ πρώτου. Ἡ μύτη μου ἤρχισε νὰ τρέχῃ αἷμα. Ἔπειτα οἱ λοιποὶ συγγενεῖς μὲ κάμαις, μὲ κουμπούραις, ἐπροχώρησαν, ἀλαλάζοντες. Ἄνδρες γυναῖκες παιδιά, γέροντες σκυλιὰ ὅλοι ἐρρίχθησαν κατ’ ἐπάνω μου… Ἐλευθερία!… Ἐλευθερία! Πόσα ξυλοκοπήματα ἐν ὀνόματί σου!… Καὶ δὲν ἔπαυσαν τὰ σκυλιά — Βαρεῖτε τοῦ κακούργου! — Σκοτῶστε τον! — Βγάλτε του τὰ μάτια! — Στεφανῶστε τον διὰ τῆς βίας!… Νὰ μὲ στεφανώσουν διὰ τῆς βίας! Ἡ τελευταία φράσις μὲ ἔφερεν εἰς συναίσθησιν τῆς δυσκόλου θέσεώς μου. Ἀπεγνωσμένος, ὥρμησα πρὸς τὸ παράθυρον, καὶ ἐρρίφθην εἰς τὸν κῆπον. Ἆ, ἐθαύμασα τὰ ποδάρια μου. Τὸ ἔβαλα στὴν τρεχάλα, πηδῶν δένδρα, μάνδρας, ἁμάξια, ζῶα, ἀνθρώπους, κλητῆρας καὶ δὲν ἐστάθηκα παρὰ τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ἔφθασα εἰς τὸ σπῆτι μου… Τί ὡραῖον πρᾶγμα νὰ αἰσθάνεται κανεῖς ὅτι ἔχει γερὰ ποδάρια τὴν στιγμὴν ὅπου πρόκειται νὰ τὸν στεφανώσουν!!!

Εἶχον παρέλθει ἔκτοτε τρία ἔτη. Τρία ὁλόκληρα ἔτη! Εἶχον λησμονήσῃ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν ἐρωμένην μου ἡ ὁποία μετὰ παρέλευσιν τῆς προθεσμίας τῶν ἓξ ἑβδομάδων ἔπρεπε νὰ εἶναι χῶμα. Ἀλλὰ πρό τριῶν ἡμερῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐπήγαινα εἰς τὸν δρόμον ἀκούω αἴφνης μίαν γυναικείαν φωνὴν — Βασιλάκη! — Στέκομαι καὶ βλέπω. Ζεῦ, βασιλεῦ! Τὴν πρῴην ἐρωμένην μου εἰς τὸν βραχίονα ἑνὸς κοντοχόνδρου πεντηκονταέτους κυρίου, μὲ