Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 277.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
277

ἢ καὶ συγχρόνως ἀκόμη, στρέψατε τὴν σελίδα, καὶ θὰ τοὺς ἴδητε ὑμνοῦντας εἰς ὡραίους ὀκτωσυλλάβους ἢ δεκασυλλάβους στίχους τὴν ἐν χορῷ κυματίζουσαν καὶ θροοῦσαν μεταξίνην ἐσθῆτά μας. Ναί, ἀστασίαν, ἀστασίαν πανταχοῦ, διότι ἡ Σαπφὼ ἐπνίγη καὶ οὐχὶ ἡ Δαλιδά. Καὶ τώρα, ποιητὰ Ἡρόστρατε, ἔξελθε τοῦ δωματίου τούτου, κήρυξον πανταχοῦ ὅ,τι ἐδῶ παρ’ ἐμοῦ ἤκουσας καὶ αὔριον τὴν πρωΐαν θὰ ἴδῃς πεντήκοντα μνηστῆρας τῆς χειρός μου γονυπετοῦντας πρὸ τῆς θύρας μου!

Ηροστρατοσ. Μεγάκλεις, Μεγάκλεις, φύγωμεν ἐντεῦθεν, φύγωμεν μακράν. Εἰς τοὺς ἀγρούς! εἰς τοὺς ἀγρούς [Τὸν ἁρπάζει ἐκ τῆς χειρὸς καὶ τὸν σύρει ὀπίσω του]


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

[Κοιλὰς τερπνή καὶ χλοάζουσα· Ἐπὶ τῆς χλόης κάθηται ἡ Ἀνθώ, ἔχουσα ἐνώπιον της μικρὰν ἀρτιγέννητον αἶγα. Ποίμνιον αἰγῶν καὶ προβάτων εἶναι διεσπαρμένον ἀνὰ τὴν παραλίαν]

Ανθω. [δακρύουσα] Τί ἔχεις, Πιπί μου πτωχό; Τί τοῦ ἔκαμαν, ψυχή μου, καὶ κλαίεις; Ἄ! τὸ ταλαίπωρο Πιπί, νὰ τὸ δαγκάσῃ ὁ Κέρβερος, ὁ κακὸς σκύλος ’ποῦ θὰ τὸν μαλώσω. Ἡσύχασε, μικρό μου, ἐλθὲ νὰ σὲ φιλήσω, ἀγάπη μου, ὅπου αὔριον θὰ μεγαλώσῃς καὶ θὰ τρώγῃς καὶ σὺ χορταράκι δροσερὸν εἰς τὴν μητέρα σου, καὶ θὰ κάμῃς καὶ σὺ μικρὰ νὰ τὰ τρέψῃς μὲ τὸ γάλα σου τὸ ἄσπρον καὶ ἀθῶον ὡσὰν τὴν μικρά σου τὴν καρδιά. Νά τον πάλιν, ἔρχεται ὁ κακὸς Κέρβερος. Ὀπίσω! νὰ μή το ἐγγίσῃς ἄλλην φοράν, κακὲ σκύλε, διότι θὰ λογαριασθῶμεν μαζῇ. Εἶδες; τὸν ἐμάλωσα καὶ ἄλλοτε πλέον δὲν θὰ σὲ πειράζῃ, Πιπί μου, ὄχι πλέον. Τί ἔχεις ἀκόμη, ἀγαπημένον μου; Ἄ! Θεέ μου, κλαίει μὲ τόσον παράπονον! Σιώπαινε μικρέ μου καὶ ἐγὼ θὰ σὲ στολίσω μὲ ἄνθη ὡραῖα ὅπου ἔκαμεν ἡ ἄνοιξις διὰ σέ. [Στέφει τὴν μικρὰν αἶγα] Τὸν κακὸν τὸν Κέρβερον! Τώρα θὰ σὲ ζηλεύσῃ δι’ αὐτό σου τὸ στεφάνι. Ἄ, Θεέ μου, τι ἔχει καὶ τρέμει τόσον; Τί νὰ τοῦ κάνω νὰ ἰατρευθῇ;

Ηροστρατοσ καὶ Ανθω

Ηροστρατοσ. Ὡραία μου κόρη διατί νά κλαίῃς ἐντὸς τῆς γελώσης ταύτης φύσεως; Δὲν θὰ θλιβῶσι, δὲν θὰ κλαύσωσι ἀρά γε καὶ τὰ ἄνθη ταῦτα ὅτι δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀναβιβάσωσιν ἐπὶ τῶν ὡραίων σου αὐτῶν χειλέων τὸ μειδίαμα τὸ ὁποῖον ὠνειρεύ-