Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 271.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
271

τοῖς ψιθυρίζει τὴν λέξιν «Σ’ ἀγαπῶ» προσέχει συγχρόνως μὴ κηλιδωθῇ ἡ ἐσθής της, ἢ μήπως βόστρυχός τις τῆς κόμης της ἐκτοπισθῇ τῆς θέσεως του, εἰς ἣν μετὰ τοσούτους ἀγῶνας τὸν ἐτοποθέτησε. Ταλαίπωρα ἀθῶα βρέφη!

Ηροστρατοσ. Μεγάκλεις, διατί λοιπὸν ἤλθομεν ἐδῶ; Βλέπεις ὅτι αὐτὸ τὸ τέρας βλασφημεῖ.

Μεγακλησ. Ἐξ ἀναντίας, φίλε μου, διδάσκει.

Αφροδιτη. Τὰ πάντα ὅμως κεῖνται εἰς τὸ βλέμμα, καὶ σήμερον πρέπει νὰ ριφθῇ τὸ λεγόμενον πρῶτον ἐρωτικὸν βλέμμα. Τί δὲν ἔπλασαν οἱ ποιηταὶ ἐκ φιλοδοξίας ἢ φιλαργυρίας! Ἦτο καὶ αὐτὸ μία ἐφεύρεσις… Ἂς ἀκούσωμεν τί λέγει ὁ Οὐγὼ διὰ τοῦτο. [λαμβάνει τοὺς «Ἀθλίους» τοῦ Β. Οὐγὼ] Ὤ! τὸ ἐνθυμοῦμαι ἐκ στήθους, Τόμος δεύτερος Σελ. 277. Κεφάλαιον τρίτον ὑπὸ τὴν ἐπιγραφὴν Ἔαρος ἀποτέλεσμα. Ὡραῖαι λέξεις, ἀλλὰ λέξεις. Ἴδωμεν. [ἀναγινώσκει] Τί ὑπῆρχεν ἐν τῷ βλέματι τῆς κόρης κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν; Τοῦτο δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξηγήσῃ ὁ Μάριος. Δὲν ὑπῆρχε τίποτε καὶ ὑπῆρχε τὸ πᾶν. Μία παράξος ἀστραπή. Ὠφελιμώτατον θὰ ἦτο ἐὰν κατώρθουν νὰ μιμηθῶ τὸ βλέμμα τοῦτο. Τίς γυνὴ ἐσκέφθη ἆρα γε μέχρι τοῦδε, ἐκτὸς ἐμοῦ, καὶ τὸ μέσον τοῦτο; Νὰ δανεισθῇς ἐκ τῆς γραφίδος τοῦ Οὐγὼ ὀλίγον πῦρ, ὡς ὅπλον! Ὁποῖον ὅπλον ἀλάνθαστον! θὰ τὸ κατορθώσω.

Ηροστρατοσ. [Μετὰ κεκρατημένης ὀργῆς] Μεγάκλεις!

Μεγακλησ. [ἀπαθῶς] Ἡρόστρατε.

Αφροδιτη. [ἀντικρύζει τὸν καθρέπτην πρατοῦσα τὸ βιβλίον]

Μαργαριτα! [Ἡ Μαργαρίτα εἰσέρχεται]

Μαργαριτα. Κυρία μου.

Αφροδιτη. Νά μοι φέρῃς τὸν κότσον μου à la tempête, καρφίδας, ποῦδραν, τὸ λευκὸν ψιμμύθιον, τὸν μπουά, τὰ ἐσωφόρια τὸν κορσέ, τὴν ζώστραν, τὸ ὑπογόμφιον, τὰ μανικέτια, τὴν κτέναν, τὸ gris μου μαλομέταξον, φορκέττας, κτενάκια, νερὸν καὶ ἔπειτα φέρεις καὶ τὰ ἄλλα διὰ νὰ ἠμπορῇς νὰ τὰ σηκώσῃς. [Ἡ Μαργαρίτα κινεῖται νὰ ἐξέλθῃ]

Αφροδιτη. Ἄ! ἐλησμόνησα τὸ καλλίτερον. Νὰ μοῦ φέρῃς καὶ τὸ μαῦρον βελούδινόν μου πούφ, Μαργαρίτα, καὶ νὰ ἔλθῃς νὰ μὲ κτενίσῃς. Ἂς ἐξακολουθήσωμεν τώρα. [Ἡ Μαργαρίτα ἐξέρχεται]

Ηροστρατοσ. Ἄφες μες νὰ φύγω, φίλε μου, καὶ σὲ συμβουλεύω νὰ συντρίψῃς τὴν εἰκόνα σου ἐκείνην, διότι ψεύδεται. Τὸ ὑψηλὸν καὶ τὸ ὡραῖον δὲν ὑπάρχει ἐπὶ τῆς σκωληκοβρότου ταύτης κοινωνίας. Ὑγίαινε!

Μεγακλησ. Δὲν θὰ φύγῃς, Ἡρόστρατε. Ὅ,τι βλέπεις ἐκεῖ